Από Αντίφωνο (ημερομηνία δημοσίευσης: 4/6/18)
Η γεω-θεολογία του «μακεδονικού» ζητήματος.
Τις τελευταίες μέρες ήρθε στη δημοσιότητα η ύπαρξη επιστολής της Εκκλησίας των Σκοπίων (ΠΓΔΜ) προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο με την οποία ζητά να γίνει αυτοκέφαλη με το όνομα «Αρχιεπισκοπή Αχρίδας και Πρώτης Ιουστινιανής». Η εκούσια εγκατάλειψη του όρου «μακεδονική» από τη σημερινή της ονομασία (Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία – Αρχιεπισκοπή Αχρίδας), υποκινεί ένα πολύπλοκο νομοκανονικό όσο και ακανθώδες πολιτικό ζήτημα που θα δοκιμάσει τις αντοχές της ελληνικής διπλωματίας, καθόσον τα Σκόπια στο κρισιμότερο σημείο της διαπραγμάτευσης για το «όνομα» εμπλέκουν το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με κανονικώς επιλήψιμο τρόπο –ανήκουν στο Πατριαρχείο Σερβίας από το οποίο ανεξαρτητοποιήθηκαν πραξικοπηματικά-εξασφαλίζοντας έμμεση αναγνώριση ιστορίας χιλίων ετών, σφετεριζόμενα την Αρχιεπισκοπή Αχρίδας, η οποία ήταν ιδρυτικώς ελληνική, με Έλληνες Μητροπολίτες και Επισκόπους και εθνολογικώς μικτή. Μάλιστα η εργαλειοποίηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και η εμπλοκή του, εμμέσως, στις γεωπολιτικές συμπληγάδες ΗΠΑ – Ρωσίας προοιωνίζεται περιδινήσεις σε αχαρτογράφητα νερά για την οικουμενική Ορθοδοξία και τα Βαλκάνια.
«Τα εκκλησιαστικά είωθε συμμεταβάλλεσθαι τοις πολιτικής». Η περιπέτειες του Εθνοφυλετισμού στα Βαλκάνια
Η ελληνική επανάσταση του 1821 λειτούργησε ως γεννήτρια χειραφετητικών αντιδράσεων τόσο στο επίπεδο του έθνους, σε ένα μετά-βεστφαλικό ευρωπαϊκό γίγνεσθαι που στόχευε στη διάρρηξη της οσμανικής «πολιτειότητας», όσο και στο εκκλησιαστικό πεδίο ως αίτημα Αυτοκεφάλου.
Άλλοτε πραξικοπηματικά και άλλοτε στα όρια της κανονικής διαδικασίας τα νεοσύστατα εθνικά κράτη πετυχαίνουν το εκκλησιαστικό τους αυτοκέφαλο: η Ελλάδα το 1850, η Σερβία το 1879, η Ρουμανία αυτοανακηρύσσεται αυτοκέφαλη το 1859 (το Πατριαρχείο την αναγνώρισε ως αυτοκέφαλη το 1885).
Ειδική μνεία αξίζει η περίπτωση της Βουλγαρίας, η οποία βρέθηκε για πολλούς λόγους περισσότερο εκτεθειμένη στον εθνικισμό με συνέπεια μια ταραχώδη σχέση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, από την «Ιστορία Σλαβινοβουλγαρική» του μοναχού Χιλανδαρηνού μέχρι το Χάτι Χουμαγιούν του 1856 που καλούσε σε μεταρρυθμίσεις τις θρησκευτικές κοινότητες και την ίδρυση από την οθωμανική κυβέρνηση της Εξαρχίας το 1870 (ανεξάρτητη εκκλησιαστική αρχή για όλους τους βουλγαρόφωνους).
Η Εξαρχία στον βαθμό που εισήγαγε εθνοφυλετικά κριτήρια χωρισμού εκκλησιαστικών διοικήσεων στον ίδιο τόπο, και μάλιστα όντας ένας αλλόπιστος εξωεκκλησιαστικός παράγων, προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση του Πατριαρχείου, καθώς στη Σύνοδο του 1872 καταδίκασε, ως αίρεση τον εθνοφυλετισμό, ως κριτήριο οργάνωσης της Εκκλησίας. Τελικά, παρά την καταδίκη, το ζήτημα αυτό πήρε εκρηκτικές διαστάσεις στην περίπτωση της Μακεδονίας, όπως θα δούμε στη συνέχεια, αλλά και στα ποικίλα προβλήματα της ορθόδοξης διασποράς.
1. Γεωγραφικές και ιστορικές εικόνες. Η Μακεδονία της Ελλάδας.
Παρά τη σύγκλιση όλων των γεωγράφων από την εποχή του Κλαύδιου Πτολεμαίου μέχρι τον Διαφωτισμό, ότι η Μακεδονία είναι μια επαρχία της Ελλάδας, τούτο δεν απηχείται με την ίδια ομοιογένεια στις «γεωγραφίες» Ελλήνων συγγραφέων του 18ου και 19ου αιώνα[1]. Το γεγονός ότι το πολιτικώς ζητούμενο ήταν μια Μακεδονία εντός Ελλάδος δημιουργούσε προβλήματα, αφού ενέπλεκε τους επίδοξους γεωγράφους σε μια οριοθέτηση δύο επιπέδων, την παλαιά και τη νέα, η σύγκριση των οποίων κατέληγε στη δημιουργία αρνητικού εδαφικού ισοζυγίου για το παρόν, εφόσον κάποια στιγμή στον χρόνο και οι άλλες βαλκανικές περιοχές είχαν μεγαλύτερη έκταση από αυτήν των πολιτικών διαιρέσεων της εποχής αυτής (19ος).
Η χαρτογραφική έτσι απεικόνιση ελάχιστα ευνοούσε τη συγκρότηση μιας λεπτομερούς εικόνας των βαλκανικών περιοχών και σε κάθε περίπτωση άφηνε ασάφειες που προοιωνίζονταν μεθοριακές εκκρεμότητες για όλες τις όμορες επικράτειες. Και η Μακεδονία ανήκε σε αυτήν την κατηγορία. Ωστόσο οι γεωγραφικές εικόνες δεν αποτελούν στοιχεία ή πρόκριμα για μια διαμόρφωση συμπαγών εθνικών χώρων, διότι ενώ οι περιοχές εμφανίζονταν με κριτήριο την τρέχουσα πολιτική διαίρεση ή την αρχαία Γεωγραφία, τα κριτήρια ταυτότητας ή ετερότητας βρίσκονταν στους χώρους της δημογραφίας, της γλώσσας, της εθνογραφίας, της ιστορίας. Βεβαίως εκφεύγει από τους στόχους του παρόντος μια λεπτομερής αναφορά στο πολυσχιδές φυλετικο-εθνοτικό φαινόμενο της Μακεδονίας και στις εθνογενετικές διεργασίες στους κόλπους της παρακμάζουσας οσμανικής αυτοκρατορίας. Για την ώρα αρκεί να δειχθεί ότι η προβολή της αρχαίας Μακεδονίας, στην Ελλάδα, τουλάχιστον της εποχής εκείνης, επιτελέστηκε σε βάρος της νεότερης πρόσληψής της, ως σημείου αναφοράς του έθνους και ως σημαντικού αλυτρωτικού επιχειρήματος.
Περισσότερα…
Κάνε Like στο:
Μου αρέσει! Φόρτωση...
Πρόσφατα σχόλια