Από τον Ερανιστή

Γράφει ο Φάνης Καψωμάνης

Το σημασιολογικό περιεχόμενο των όρων ”Μακεδονία”, “Μακεδών”, “Μακεδονικός”, σε κείμενα της περιόδου 1770-1850 (εκπρόσωποι του νεοελληνικού διαφωτισμού-απομνηματογράφοι και ιστορικοί του 1821)

Εισαγωγή

Το κατά πόσο η Μακεδονία αποτέλεσε και αποτελεί από την αρχαιότητα μέχρι και τις μέρες μας περιοχή καθαρά ελληνική είναι ένα ιδιαίτερα έκδηλο πρόβλημα της σύγχρονης αλλά και της παλιότερης διεπιστημονικής έρευνας, του οποίου όμως οι ρίζες ελάχιστα είναι επιστημονικές.

Τετράδαχμο της εποχής των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο.

Ήδη από το 18ο αι. μ.Χ. πολλοί φιλελεύθεροι Ευρωπαίοι λόγιοι που λάτρευαν την αρχαία ελληνική δημοκρατία, καθώς αντιπαθούσαν τα μοναρχικά καθεστώτα του καιρού τους και επηρεασμένοι από τις εναντίον του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου Β’ επιθέσεις του μεγάλου Αθηναίου ρήτορα, του Δημοσθένη, τον οποίο θαύμαζαν, θεωρούσαν τους Μακεδόνες βαρβάρους, ιλλυρικής ή θρακικής καταγωγής, άποψη που έτυχε ευρείας διάδοσης και κατά το 19ο αι., γεννώντας σοβαρές αντιθέσεις μεταξύ των ερευνητών που την ασπάζονταν και αυτών που προσπαθούσαν να την αντικρούσουν βασισμένοι στις λίγες πληροφορίες των πηγών, που περιορίζονταν τότε στα ήθη, τη θρησκεία, τα λιγοστά γλωσσικά κατάλοιπα, τις πληροφορίες των αρχαίων συγγραφέων και κάποια σπάνια αρχαιολογικά ευρήματα. Το όλο ζήτημα θα σταματούσε εκεί, και σήμερα, χάρη στις πρόσφατες αρχαιολογικές ανακαλύψεις, θα ήταν πλέον οριστικά λυμένο, αν δεν έμπαινε στη μέση η πολιτική και οι εθνικές επιδιώξεις των λαών της Βαλκανικής.

Από τα τέλη του 19ου αι. οι Βούλγαροι, στην προσπάθειά τους να προσαρτήσουν την τουρκοκρατούμενη Μακεδονία, ασπάστηκαν αυτές τις ιστορικές θεωρίες, προχωρώντας μάλιστα ακόμη περισσότερο, καθώς μίλησαν για την ύπαρξη ιδιαίτερης μακεδονικής εθνότητας που διεκδικούσε την αυτονομία της (ελπίζοντας έτσι σε μια ανάλογη με της Ανατολικής Ρωμυλίας προσάρτησή της). Η θεωρία αυτή αποτέλεσε πάγια θέση της βουλγαρικής πολιτικής, την οποία ασπάστηκε και η Κομμουνιστική Διεθνής και, μέσα από αυτήν, ο ηγέτης της μεταπολεμικής Γιουγκοσλαβίας, ο Τίτο, που έκανε πράξη τη δημιουργία ενός μακεδονικού κράτους (μέλους της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας), το οποίο και κατοικούταν από μια νεοφανή μακεδονική εθνότητα. Αυτή η «εθνότητα» κατοικεί και σήμερα την ανεξάρτητη πια «Δημοκρατία της Μακεδονίας» (όπως αρέσκεται να αυτοαποκαλείται και όπως συνηθίζουν να την αποκαλούν οι περισσότεροι λαοί της Γης), διεκδικώντας για λογαριασμό της ένα κομμάτι της ελληνικής ιστορίας αλλά και ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής επικράτειας.

Στη διμέτωπη αυτή πολιτική και επιστημονική επίθεση, στην οποία η Ιστορία χρησιμοποιείται –μέσα από την παραποίησή της– ως μέσο άσκησης πολιτικής, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη με τη σειρά της ν’ απαντήσει κι αυτή και στα δύο μέτωπά της, και στο πολιτικό και στο επιστημονικό, καθώς οι απόψεις των Σκοπιανών έχουν τύχει, ύστερα από την πολύ επιτυχημένη, πολύχρονη και οργανωμένη προβολή τους στο εξωτερικό, ευρείας διάδοσης.

Το πρώτο μέτωπο αποτελεί φυσικά έργο και ευθύνη των Ελλήνων πολιτικών, το δεύτερο όμως εντάσσεται στις αρμοδιότητες της ελληνικής επιστημονικής έρευνας, που μέσα από τη μελέτη των πηγών οφείλει από τη μια να αποδείξει την ελληνικότητα της Μακεδονίας μέσα από αδιαμφισβήτητα τεκμήρια και από την άλλη να ελέγξει και να αντικρούσει τα επιχειρήματα της αντίπαλης πλευράς. Μια μικρή συμβολή στον τομέα αυτό αποσκοπεί να αποτελέσει και η παρούσα έρευνα.

Μια εθνότητα δε δημιουργείται ούτε μέσα από την αρρωστημένη φαντασία κάποιων μεγαλομανών πολιτικών ούτε μέσα από τις προκατασκευασμένες θεωρίες και τα ψευδή επιχειρήματα κάποιων στρατευμένων επιστημόνων· πρέπει να μπορεί να δείξει όχι μόνο την εθνική της συνείδηση αλλά και την ίδια την ύπαρξή της σε κάθε εποχή. Ο προσεκτικός έλεγχος των πηγών μπορεί ξεκάθαρα να δείξει και το αν υπήρχε αυτή η εθνότητα και το αν η Μακεδονία ήταν σε κάθε εποχή περιοχή ελληνική, κατοικούμενη από Έλληνες.

Ο Δημοσθένης ήταν ρήτορας που αναδείχθηκε πολιτικός και στρατηγός της αρχαίας Αθήνας.Θεωρείται ο περιφημότερος ρήτορας της αρχαιότητας και όλων των εποχών, μαθητής του Ισοκράτη και του Ισαίου. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 384 και πέθανε αυτοκτονώντας το 322 π.Χ.. Προτομή του Δημοσθένη Βρετανικό Βρετανικό Μουσείο.Demosthenes (British Musuem, London). Photo: Mark Crean

Τον έλεγχο ενός μέρους αυτών των πηγών θα επιχειρήσουμε, εξετάζοντας τι σήμαινε ο όρος «Μακεδονία» και τα διάφορα παράγωγά του (Μακεδών, μακεδονικός κ.ά.), όταν χρησιμοποιείται από κάποιους Έλληνες συγγραφείς που μιλούν για την περιοχή και τους κατοίκους της ή ακόμη και που την επισκέφτηκαν και τη γνώρισαν από κοντά κατά την περίοδο από τα μέσα του 18ου αι. ως τα μέσα περίπου του 19ουαι. –την περίοδο της αναγέννησης του Ελληνισμού και της δημιουργίας του Νεοελληνικού κράτους– επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον μας στις πληροφορίες τους για την εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού της και τα γεωγραφικά της όρια. Στην έρευνά μας θα περιλάβουμε τους εκπροσώπους της ύστερης περιόδου του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, καθώς και τους απομνημονευματογράφους και τους σύγχρονους με τα γεγονότα ιστορικούς της Επανάστασης του 1821.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΟΙ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ ΤΗΣ ΥΣΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

Θα ξεκινήσουμε εξετάζοντας τα κείμενα των Ελλήνων λογίων που ανήκουν στην τελευταία και πιο λαμπρή περίοδο του πνευματικού εκείνου κινήματος του Ελληνισμού που ονομάστηκε Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Οι Έλληνες ήταν ο πρώτος από τους λαούς της Βαλκανικής που ήρθαν σ’ επαφή με το ευρωπαϊκό πνεύμα, χάρη στη μεγάλη τους εμπορική εξάπλωση κατά το 18ο αι., κάτι που οδήγησε σε μια πνευματική αναγέννηση του Ελληνισμού, που κι αυτή με τη σειρά της άσκησε άμεση επίδραση στη συνειδητοποίηση της ανάγκης και στην οργάνωση του αγώνα της ελευθερίας. Μέσα στα πλαίσια αυτού του κινήματος ξεχωρίζουν τα ονόματα κάποιων σπουδαίων πνευματικών ανθρώπων που αφιέρωσαν τη ζωή τους στην πρόοδο της παιδείας και στην πνευματική και ηθική άνοδο του γένους. Εμάς εδώ, φυσικά, δε μας αφορά ούτε ο όποιος αγώνας τους ούτε η αξία του έργου τους, αλλά μόνο οι τυχόν αναφορές μέσα σ’ αυτό του όρου «Μακεδονία» και των παραγώγων του.

Θα εξετάσουμε πρώτα τις διάφορες αναφορές στα ποικίλου περιεχομένου σπουδαία έργα των πιο μεγάλων ονομάτων της περιόδου, αναφορές σπάνιες και σκορπισμένες εδώ κι εκεί στο έργο τους, που μερικές φορές όμως, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μεγαλύτερο όμως ενδιαφέρον παρουσιάζει μια ιδιαίτερη ομάδα έργων της περιόδου, αυτή των βιβλίων γεωγραφίας, που είναι αρκετά σε αριθμό, ως απόρροια μιας στροφής του πνευματικού ρεύματος προς τις θετικές επιστήμες αλλά και προς τις εθνικές επιδιώξεις, τα οποία θα εξετάσουμε χωριστά.

Κεφάλαιο Α΄: Γενικότερα Έργα.

Ο Αδαμάντιος Κοραής (27 Απριλίου 1748, Σμύρνη – 6 Απριλίου 1833 Παρίσι, Γαλλία), ήταν Έλληνας φιλόλογος με βαθιά γνώση του ελληνικού πολιτισμού

Αρχίζουμε με το έργο της πιο μεγάλης μορφής της περιόδου, του Αδαμάντιου Κοραή (1748-1833). Ελάχιστες είναι οι αναφορές του όρου που μας αφορά και μάλιστα όχι ως ουσιαστικού που δείχνει γεωγραφική περιοχή (Μακεδονία) αλλά του εθνικού Μακεδόνας. Υπάρχουν έξι τέτοιες αναφορές στα έργα του, οι τρεις στα «Προλεγόμενα» σε αρχαίους συγγραφείς (στους βίους Πλουτάρχου, Σωκράτη και Λυκούργου που εκδίδει κατά το 1809, 1825 και 1826 αντίστοιχα), μία στην «Επιστολή προς Α. Βασιλείου» (1807) και δύο στο «Διάλογο δυο Γραικών…» (1805). Όλες τους όμως αφορούν την αρχαιότητα. Η πρώτη και η τρίτη μιλούν για «τον ζυγόν των Μακεδόνων» επί των υπολοίπων Ελλήνων (ακολουθεί δηλαδή ο Κοραής τις απόψεις της ευρωπαϊκής ιστοριογραφίας της εποχής σχετικά με το ρόλο της Μακεδονίας στην αρχαία ελληνική ιστορία), η δεύτερη αναφέρεται εις «τας πανουργίας του Μακεδόνος Φιλίππου», ενώ οι δυο τελευταίες στον «Αλέξανδρον τον Μακεδόνα». Σημαντικότερη είναι η σχετική αναφορά του όρου στην Επιστολή του, καθώς μέσα από αυτή φαίνεται η αναντίρρητη πίστη του στην ελληνικότητα των αρχαίων Μακεδόνων. Ο Κοραής κατακρίνει εδώ τους αρχαίους Αθηναίους που «μήτε τους Μακεδόνας δεν ενόμιζον Έλληνας, μήτε πολύ μέρος της Θεσσαλίας», τονίζοντας πως «εις τοιαύτας εθνικάς αμφισβητήσεις το μόνον ακριβές κριτήριον είναι η γλώσσα, μάλιστα όταν είναι ενωμένη με την θρησκείαν, και όχι αι μεγαλαυχήσεις μίας μερίδος του έθνους».

Ο ένθερμος Έλληνας πατριώτης Ρήγας Βελεστινλής ή Ρήγας Φεραίος, πρόδρομος της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Ο ίδιος υπέγραφε ως «Ρήγας Βελεστινλής» ή «Ρήγας ο Θεσσαλός».

Ο ένθερμος Έλληνας πατριώτης Ρήγας Βελεστινλής ή Ρήγας Φεραίος, πρόδρομος της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Ο ίδιος υπέγραφε ως «Ρήγας Βελεστινλής» ή «Ρήγας ο Θεσσαλός».

Τη δεύτερη σπουδαιότερη μορφή της περιόδου αποτελεί ο Ρήγας (1757-1798). Το συγγραφικό του έργο δεν είναι τόσο μεγάλο όσο του Κοραή, οι αναφορές του όμως στον όρο Μακεδονία είναι περίπου ίσες στον αριθμό αλλά και ίδιες σε περιεχόμενο. Στο σημαντικότερο έργο του, τη «Νέα Πολιτική Διοίκησι» (1797), ο όρος δεν περιέχεται καθόλου, ενώ αντίθετα τον βρίσκουμε τρεις φορές στη «Χάρτα» (1798), μία φορά στο συνοδευτικό κείμενο της Εικόνας του Μεγάλου Αλεξάνδρου (1797), κι άλλη μια φορά στην ποιητική επαναστατική του προκήρυξη, το «Θούριο». Στη Χάρτα η λέξη «Μακεδονία» βρίσκεται, όπως είναι φυσικό, γραμμένη επάνω στο μεγάλο χάρτη της Ελλάδας, ενώ αξίζει να παρατηρήσουμε πως τα βόρεια σύνορα της μακεδονικής γης τα τοποθετεί κάτω ακριβώς από τα Σκόπια. Οι άλλες δυο αναφορές γίνονται στα γραμμένα επάνω στο χάρτη σχόλια που αφορούν την αρχαία ιστορία και αναφέρονται στους «βασιλείς των Μακεδόνων», ενώ σχετική είναι κι η αναφορά στην Εικόνα του Αλεξάνδρου για το «θρόνο της Μακεδονίας». Πιο σημαντική είναι η αναφορά του στους Μακεδόνες στο στίχο 67 του Θουρίου. Λέει συγκεκριμένα :

Σουλιώτες και Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστάως πότε στις σπηλιές σας κοιμάσθε σφαλιστά;Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυραετοί

κι Αγράφων τα ξεφτέρια γενήτε μια ψυχή.

Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσατε για μια

και αίμα των τυράννων ρουφήστε σα θεριά.

Βλέπουμε καθαρά πως αναφέρει τους Μακεδόνες ανάμεσα σ’ εκείνες τις ομάδες Ελλήνων, τους κλέφτες αγωνιστές των βουνών, που έμειναν αδούλωτοι καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και αγωνίζονταν ενάντια στον κατακτητή.

Ένα άλλο πολύ σημαντικό έργο, σταθμός στην πνευματική κίνηση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, είναι η «Ελληνική Νομαρχία» (1806), έργο άγνωστου συγγραφέα («Ανωνύμου του Έλληνος», όπως δηλώνει), που για την ταυτότητά του έχουν υποστηριχθεί διάφορες γνώμες, καμία όμως απολύτως βέβαιη. Οι αναφορές του στον όρο είναι δύο. Η πρώτη αναφέρεται στο «μακεδονικόν σκήπτρον» (σ.122) κατά την αρχαιότητα και στην αρνητική επίδραση των Μακεδόνων στην ελληνική ιστορία (ακολουθεί απόψεις παρόμοιες με του Κοραή). Η δεύτερη όμως (σ.136) είναι πολύ σημαντικότερη, καθώς ο συγγραφέας μιλά για τη διοικητική διαίρεση του ευρωπαϊκού τμήματος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας «εις τας ακολούθους δεκατρείς επαρχίας, δηλαδή Βλαχίαν, Μολδαβίαν, Βουλγαρίαν, Σερβίαν, Μπόσναν, Δαλματίαν, Αλβανίαν, Ήπειρον, Θεσσαλίαν, Λειβαδίαν, Πελοπόννησον, Μακεδονίαν και Ρούμελην». Βλέπουμε δηλαδή πως από τις δεκατρείς αυτές επαρχίες ο συγγραφέας αναφέρει πρώτα τις επτά που δεν είναι ελληνικές, ενώ τη Μακεδονία την έχει ανάμεσα στις επόμενες έξι περιοχές που είναι όλες ελληνικές.

Αναφορά στον όρο Μακεδονία γίνεται και στο αντιπροσωπευτικότερο έργο ενός άλλου σπουδαίου φωτισμένου λογίου της εποχής, την «Απολογία» (1780) του Ιώσηπου Μοισιόδακα (1725-1800), δεν είναι όμως τόσο σημαντική, καθώς αφορά την αρχαιότητα. Μιλά σε ένα σημείο (σ. 17) για τη δυναστεία «των Λαγίδων Μακεδόνων» στην Αίγυπτο, ενώ κάπου αλλού (σ.25), όπου επικρίνονται οι μεγάλοι κατακτητές της ιστορίας, μέσα σ’ αυτούς συμπεριλαμβάνεται και «ο Μακεδών», δηλαδή ο Αλέξανδρος (πάλι βλέπουμε τη χαρακτηριστική τάση των Ελλήνων λογίων της εποχής να κατακρίνουν το ρόλο της Μακεδονίας στα ελληνικά πράγματα του 4ου αι.π.Χ. -χωρίς όμως και να της αρνούνται την ελληνικότητα- αλλά και να καταφέρονται, εμπνεόμενοι από το φιλελευθερισμό της εποχής, ενάντια στους όποιους μεγάλους, άσχετα αν είναι Έλληνες· ανάλογες αναφορές υπάρχουν και σε έργα του Κοραή).

Αρκετές αναφορές των όρων «Μακεδονία», «Μακεδόνες», «βασιλεύς Μακεδονίας» και «πόλις της Μακεδονίας» γίνονται και στις «Σημειώσεις εις τους του Δημοσθένους» λόγους ενός λίγο μεταγενέστερου σημαντικού λογίου, του Νεόφυτου Βάμβα· όλες τους αφορούν βέβαια την ελληνική αρχαιότητα, αλλά φαίνεται ξεκάθαρα πως αναφέρονται σε φύλο ελληνικό.

Περισσότερες και πιο σημαντικές αναφορές στη Μακεδονία και τους Μακεδόνες γίνονται από το Θεσσαλό λόγιο Κωνσταντίνο Κούμα (1777-1836) στο ΙΒ’ τόμο του έργου του «Ιστορία των ανθρωπίνων πράξεων» (1832). Κούμας Κωνσταντίνος [1777, Λάρισα – 1836, Τεργέστη]

Περισσότερες και πιο σημαντικές αναφορές στη Μακεδονία και τους Μακεδόνες γίνονται από το Θεσσαλό λόγιο Κωνσταντίνο Κούμα (1777-1836) στο ΙΒ’ τόμο του έργου του «Ιστορία των ανθρωπίνων πράξεων» (1832). Οι τρεις πρώτες από αυτές αφορούν την αρχαιότητα. Στη μία ο Μέγας Αλέξανδρος χαρακτηρίζεται ως «ο παράδοξος ήρως της Μακεδονίας» (σ.521), ενώ παρακάτω (σ.522) σημειώνει ότι υποδουλώθηκαν στους Ρωμαίους «η Μακεδονία και η Ήπειρος το 167. Μετ’ ολίγον η Ελλάς» και πως «αποτέλεσμα ταύτης της πολυχρονίου επιμιξίας [με τους Ρωμαίους] ήτο, ότι Μακεδόνες, Θετταλοί, Έλληνες έμαθαν την γλώσσαν των νικητών των και πολλοί έχασαν την ιδικήν των».

Η χωριστή αναφορά της Μακεδονίας από την Ελλάδα και των Μακεδόνων από τους Έλληνες δεν μπορεί φυσικά να μας ξενίζει, καθώς είναι γεωγραφική, αφού περιλαμβάνει στον όρο Έλληνες τους νότια της Θεσσαλίας κατοίκους της Ελλάδας, αναφορά που συμπίπτει και με τις αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων. Άλλες δύο αναφορές στον όρο «Μακεδόνες» γίνονται από το συγγραφέα όταν μιλά για τους Βλάχους (σ.530). Στην πρώτη δηλώνει ότι «…ούτε Βλάχοι ούτε Ρωμαίοι είναι, αλλ’ οι μεν είναι Δάκοι, οι δε Μακεδόνες, οι δε Θετταλοί, οι δε Έλληνες», που μιλούν απλά μια διάλεκτο ανάμικτη με τη λατινική, ενώ στη δεύτερη πως «διασκορπισμένοι εις διάφορα χωρία ως επί το πλείστον ορεινά από της Μακεδονίας έως την Πελοπόννησον είναι οι λεγόμενοι Βλάχοι, Μακεδόνες όντες και Θετταλοί και Έλληνες το γένος. Αλλ’ η γλώσσα τούτων και πλησιάζει καθ’ εκάστην μάλλον εις την ελληνικήν».

Χρυσό βυζαντινό νόμισμα με τη μορφή του Ιησού, εικονίζεται και ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β’, ο Βουλγαροκτόνος.

Είναι φανερό ότι εδώ ο συγγραφέας επιθυμεί να μιλήσει για την ελληνικότητα των Βλάχων και ως απόδειξη φέρνει την καταγωγή τους από τους Μακεδόνες, τους Θεσσαλούς και άλλους Έλληνες. Η αναφορά του επίσης στο ότι είναι «Μακεδόνες …το γένος» δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά ξεχωριστή εθνότητα, γιατί τότε θα έπρεπε να ισχυριστούμε το ίδιο και για τους Θεσσαλούς που τους έχει δίπλα στους Μακεδόνες και χωριστά από τους υπόλοιπους Έλληνες. Μια τελευταία αναφορά του σε παλιότερες εποχές υπάρχει όταν μιλά για τον ερχομό των Βουλγάρων στη Βαλκανική και την εξάπλωσή τους «εις την Θράκην και εις Μακεδονίαν» (σ.528).

Μικρής σημασίας είναι κι οι δυο επόμενες αναφορές του, όταν μιλά για τον Αλή Πασά. Στην πρώτη (σ.547) σημειώνει πως το 1798 «έτρεξαν να τον προσκυνήσωσι …όλοι οι αρχιερείς της Ελλάδος, της Θετταλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας μαζί με τους δημογέροντας», ενώ στη δεύτερη (σ.549) περιγράφει τη σύγκρουση του Αλή με τον «Νίκον Τσάραν …εις Μακεδονίαν».

Πολύ σημαντικότερη είναι η επόμενη αναφορά του, όταν μιλά για την εμπορική εξάπλωση των σκλαβωμένων Ελλήνων στην Ευρώπη. Λέει χαρακτηριστικά (σ.550-1): «Προ εκατόν περίπου ενιαυτών οι Ιωαννίται ήρχισαν να διαπρέπωσιν [εις την εμπορίαν ]…Οι Ζαγορίται, Μετσοβίται και πολλοί Θετταλοί και Μακεδόνες [τους] εμιμήθησαν… Το εκ της εμπορίας κέρδος και η φιλελευθερία ηνάγκασαν πολλούς ηπειρωτικούς Έλληνας να αποικήσωσιν εις διάφορα μέρη της Ευρώπης». Βλέπουμε δηλαδή πως αναφέρει ως ηπειρωτικούς Έλληνες τους κατοίκους της Μακεδονίας, μαζί με της Ηπείρου και της Θεσσαλίας.

Ο Ευγένιος Βούλγαρις, σχολάρχης στην Αθωνιάδα Σχολή κατά την περίοδο 1753-1759.

Μια τελευταία αναφορά του όρου κατά την εξιστόρηση των πριν την Επανάσταση χρόνων κάνει (σ.560) όταν αναφέρεται στην πρόσκληση του Ευγένιου Βούλγαρι, το 1750, να διδάξει στην «μικρά πολίχνη της Μακεδονίας Κοζάνη» (ένας Έλληνας λόγιος στο ελληνικό σχολείο μιας πόλης ελληνικής), ενώ οι υπόλοιπες πέντε αναφορές γίνονται κατά τη σύντομη εξιστόρηση του ελληνικού Αγώνα. Οι δύο πρώτες μιλάνε για τις ψευδείς φήμες που έφταναν «εις την Μακεδονίαν και Θετταλίαν» περί νικών του Αλέξανδρου Υψηλάντη και οι οποίες «εκίνησαν τον Εμμανουήλ Παπά. …να επαναστατήση την Κασσάνδραν» και αφού οχύρωσε τον ισθμό να αντιστέκεται «εις τα εκ Θεσσαλονίκης και της άλλης Μακεδονίας εφορμώντα τουρκικά στίφη» (σ.615-6). Άξιες προσοχής είναι οι τρεις επόμενες αναφορές σε Τούρκους κατοίκους της Μακεδονίας, που δείχνουν μια γεωγραφική χρήση του εθνικού «Μακεδόνας» και που όμοιές τους θα συναντήσουμε αρκετές φορές στα έργα των αγωνιστών του 1821. Στην πρώτη (σ.636), αναφερόμενος στο Δράμαλη, λέει ότι «με 32.000 εκλεκτούς Θράκας, Βουλγάρους και Μακεδόνας διευθύνθη εις την Ελλάδα», ενώ στις άλλες δύο (σ.649-50), μιλώντας για την εκστρατεία του τουρκικού στόλου κατά των Ψαρών αναφέρει πως «ο Καπουδάν Πασάς…εις τον Θερμαϊκόν κόλπον…παρέλαβε 5000 Μακεδόνας Τούρκους», ενώ οι αντίπαλοί του, «οι Ψαριανοί είχαν 700 Χριστιανούς Μακεδόνας», δηλαδή Έλληνες, όπως είναι φυσικά γνωστό από τα συγκεκριμένα γεγονότα.

Αυτές είναι οι αναφορές των ποικίλου περιεχομένου έργων των διαφόρων κύριων εκπροσώπων του Νεοελληνικού Διαφωτισμού στη Μακεδονία και τους Μακεδόνες. Ερευνήσαμε και το έργο άλλων συγγραφέων, όπως τα λίγα σωζόμενα βιβλία του Δημήτριου Καταρτζή και του Αθανάσιου Ψαλίδα, τις «Εφημερίδες» του Παναγιώτη Κοδρικά και τις Διδαχές του Κοσμά του Αιτωλού, του ιερωμένου εκπροσώπου του Διαφωτισμού που περιηγήθηκε πολλές περιοχές της Μακεδονίας διδάσκοντας και ιδρύοντας σχολεία, όμως δε βρήκαμε κάποια σχετική αναφορά.

Κεφάλαιο Β’ : Έργα Γεωγραφίας.

Πολύ μεγαλύτερης σημασίας όμως από τις σκόρπιες αναφορές στα διάφορα έργα των μεγάλων λογίων της περιόδου είναι οι ειδικές αναφορές στη Μακεδονία και τους κατοίκους της που γίνονται στα έργα γεωγραφίας της εποχής, ο συνολικός αριθμός των οποίων φτάνει τα εννέα (τα τρία είναι γραμμένα από συγγραφείς των οποίων κάποια άλλα έργα έχουμε ήδη εξετάσει).

Θα ξεκινήσουμε με το παλαιότερο από αυτά, τη «Γεωγραφία παλαιά και νέα» του μητροπολίτη Ναυπάκτου και Άρτης Μελετίου. Το έργο είναι λίγο παλιότερο από τα χρονικά όρια που θέσαμε στην έρευνά μας, καθώς πρωτοεκδόθηκε το 1728, η ευρεία όμως διάδοσή του στην εποχή που εξετάζουμε και μια νέα τρίτομη έκδοσή του από το Θεσσαλό λόγιο Άνθιμο Γαζή το1807, μας επιτρέπουν να το συμπεριλάβουμε στα υπό εξέταση έργα.

Άνθιμος Γαζής (Μηλιές Πηλίου, 1764 – Σύρος, 1828)

Το 24ο κεφάλαιο του βιβλίου του Μελέτιου επιγράφεται «Περί της Μακεδονίας» και περιλαμβάνεται στις σελίδες 390-397 της έκδοσης του 1728. Ο συγγραφέας τη χαρακτηρίζει «επαρχία μεγάλη της Ευρώπης», δίνοντας έτσι γεωγραφική έννοια στον όρο, ενώ στη συνέχεια καθορίζει τα γεωγραφικά της όρια ως εξής: «από μεν του Βορέως η Δαλματία, η Σερβία, η Βουλγαρία, η Θράκη, από δε Ανατολών το Αιγαίον πέλαγος, από Μεσημβρίας η Ήπειρος και η Θεσσαλία και από Δυσμών το Ιόνιον πέλαγος …Ο Νέστος τη χωρίζει από τη Θράκη». Καθορίζοντας βέβαια τα βόρεια και δυτικά γεωγραφικά της όρια με βάση τις περιοχές που συνορεύει κι όχι τα ακριβή τους σύνορα, καταλήγει σ’ έναν ασαφή καθορισμό ορίων, κάτι που άλλωστε λίγο τον ενδιαφέρει, καθώς όλες αυτές οι περιοχές, ελληνικές και μη, ανήκουν στην ίδια ευρύτερη κρατική οντότητα, την Οθωμανική αυτοκρατορία, ενώ δεν έχουν αρχίσει ακόμα οι μεταξύ των βαλκανικών λαών εθνικοί ανταγωνισμοί που απαιτούν ένα τελικό ξεκαθάρισμα των γεωγραφικών ορίων της κάθε εθνότητας.

Λίγο πιο ξεκάθαρη παρουσιάζεται η κατάσταση στη συνέχεια, που επιχειρεί μια ονομαστική παρουσίαση των πόλεων της Μακεδονίας, σπάνια συνοδευμένη όμως από σχόλια σχετικά με την εθνολογική σύσταση του πληθυσμού τους και την ιστορία τους. Ξεκινά από τις πόλεις της Πιερίας αναφέροντας και τα αρχαία τους ονόματα, προχωρά στη Θεσσαλονίκη, όπου κάνει μια μεγάλη παρέκβαση για να μας πει την ιστορία της, προχωρά στις κωμοπόλεις της Χαλκιδικής, στις παραλιακές περιοχές των Σερρών και της Καβάλας, για ν’ ανεβεί προς τις Σέρρες και τη Δράμα και τις κοντινές τους πόλεις Μελένικο, Νευροκόπι, Κιστεβέρνο Πιρίνι. Μέχρι εδώ τις πόλεις που ανέφερε τις θεωρεί προφανώς ελληνικές, γιατί αμέσως μετά αναφέρεται στις «κατά την Μοισίαν κωμοπόλεις των Βουλγάρων Μπομπόσεβο, Δούπνιτζα κ.ά., από τις οποίες διασημοτέρα είναι η Στρούμιτζα, πόλις των Τριβαλλών». Προχωρά μετά βορειότερα, στις περιοχές της Αλμωπίας και της Παιονίας· στην τελευταία αναφέρει αρκετές πόλεις με σλαβικά ονόματα, όχι όμως και στις παραπέρα περιοχές, Σιντική, Λυγκηστία, Πελαγονία. Παρουσιάζει την Καστορία, τη Σάτιστα, τα Γρεβενά, την Κοζάνη, τα Σέρβια, για να προχωρήσει στις περιοχές Βισαλτίας και Μυγδονίας, όπου περιλαμβάνει το Μοναστήριον και τη Βοσκόπολι. Στη συνέχεια περνά στην Ημαθία, στην Πέλλα και στα Γιαννιτζά, για να καταλήξει τελευταία στη Γαλάτιστα Χαλκιδικής.

Ο Μελέτιος δεν κάνει ιδιαίτερα σχόλια ούτε για την εθνολογική σύνθεση ούτε για το μέγεθος των πόλεων, μπορούμε όμως να καταλήξουμε στο ότι τη συντριπτική πλειοψηφία των περιοχών που αναφέρει τις θεωρεί ελληνικές, καθώς επίσης και ότι δεν περιλαμβάνει στα όρια της Μακεδονίας το μεγαλύτερο μέρος του σημερινού κράτους των Σκοπίων. Στη συνέχεια του έργου του, στις σελίδες 443 και 531, όπου μιλά για την Ασία, ο Μελέτιος κάνει ακόμα δύο αναφορές, αυτή τη φορά στους αρχαίους Μακεδόνες, θυμίζοντας έργα των προηγούμενων εκπροσώπων του Διαφωτισμού.

Το δεύτερο χρονικά βιβλίο γεωγραφίας της περιόδου είναι γραμμένο από τον Ιώσηπο Μοισιόδακα (του οποίου ήδη εξετάσαμε την «Απολογία»), δεν είναι όμως περιγραφή περιοχών, αλλά, όπως τιτλοφορείται, «Θεωρία της Γεωγραφίας» (1781), συνεπώς δεν υπάρχει περιγραφή της Μακεδονίας, αλλά κάποιες τυχαίες αναφορές του όρου, δύο στον Αλέξανδρο το Μακεδόνα (σ.164 και 205) και μία στη χρήση γεωγραφικών πινάκων που έκαναν «οι ¨Ελληνες οι πριν των Μακεδόνων» (σ.164).

Το καλύτερο έργο γεωγραφίας της εποχής και ένα έργο σταθμός στην ιστορία του Νεοελληνικού Διαφωτισμού είναι η «Γεωγραφία Νεωτερική» (1791) των Δημητριέων λογίων Δανιήλ Φιλιππίδη και Γρηγορίου Κωνσταντά.Το «Περί της Μακεδονίας» κεφάλαιο (σ.197-211) ξεκινά με μια αναφορά στην ιστορία της, όπου τονίζεται πως «οι πρώτοι κάτοικοι της Μακεδονίας ήταν εκείνοι οπού ήταν και της Ελλάδος», για να περάσει στη συνέχεια στον καθορισμό του μεγέθους και των ορίων της. Κατά τους συγγραφείς, «η κυρίως Μακεδονία περιλαμβάνοντας και την Αρβανιτιά. … κείται αναμεταξύ εις ταις 37 μοίραις και 42 ½ του μήκους, και εις ταις 40 σχεδόν και 43 του πλάτους.Το μάκρος της είναι από τον Πύργο το δυτικώτατο μέρος της έως εις τον Νέστο, κοντά 112 λέγαις κοιναίς, και το πλάτος της … κοντά 75. Συνορεύει από το μεσημβρινό με το Αιγαίο, τη Θεσσαλία και την ΄Ηπειρο, από το ανατολικό με το Αιγαίο και τη Θράκη, από το δυτικό με τον Αδριατικό κόλπο…και από το βορρά με τη Δαλματία, Μπόσνα, Σερβία, Βουλγαρία».

Στη συνέχεια αναφέρονται χωριστά στις πόλεις που την αποτελούν και πρώτα σ’ αυτές της «Αρβανιτιάς» που κατ’ αυτούς «τώρα πρέπει να θεωρηθή ξεχωριστή επαρχία», και στη συνέχεια στης «κυρίως Μακεδονίας». Αναφέρουν πρώτα τις Έδεσσα, Πέλλα και Όλυνθο, που «ήταν αι περιφημότεραις πόλεις στο παλαιό» και μετά στη Θεσσαλονίκη, της οποίας αναφέρουν την ιστορία και τονίζουν ότι «κατοικείται από Ρωμαίους, Τούρκους και πλήθος Εβραίων». Προχωρούν έπειτα στα Βοδενά, Κόζιανη, Σιάτζιστα, Βέρροια, Νιάουσα και Γιαννιτζά. Η περιγραφή τους των πόλεων είναι λιγότερο λεπτομερής από του Μελετίου, καθώς περιλαμβάνουν σ’αυτήν μόνο τις μεγαλύτερες, όμως τα όρια της Μακεδονίας που δίνουν τα δύο έργα γενικά συμπίπτουν. Χαρακτηριστικό είναι ότι κι αυτοί αφήνουν έξω από τα όρια της Μακεδονίας τα Σκόπια, τα οποία περιλαμβάνουν στη Σερβία (βλ. σ.265). Αν και δε γίνονται ειδικές αναφορές στην εθνολογική σύσταση του πληθυσμού για τη σύγχρονή τους εποχή (παρά μόνο για την αρχαιότητα, κι αυτή είναι υπέρ της ελληνικότητας της Μακεδονίας), φαίνεται ξεκάθαρα ότι όταν μιλούν για τη Μακεδονία και τις πόλεις της αναφέρονται σε περιοχές ελληνικές, κατοικούμενες από Έλληνες, που ξεχωρίζουν από αυτές στις οποίες κατοικούν Αλβανοί, Σέρβοι και Βούλγαροι.

Διαφορετικά είναι τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει ένας άλλος διάσημος λόγιος και δάσκαλος της εποχής, ο Ηπειρώτης Αθανάσιος Ψαλίδας, στιςανέκδοτες ως το 1931- σημειώσεις των μαθημάτων του Γεωγραφίας. Αναφερόμενος στους λαούς της Ευρωπαϊκής Τουρκίας λέει πως την κατοικούν τέσσερα γένη, «Τούρκοι, Σλάβωνες, Έλληνες και Βλάχοι». Γι’ αυτόν «Σλάβωνες είναι οι Βούλγαροι, Σέρβοι, Μποσνάκοι και οι Αρβανίταις» (σ.43), οι οποίοι και κατοικούν «σήμερον εις το Παραδούναβι, εις την Θράκην, εις την άνω και κάτω Μακεδονίαν, εις την Σερβίαν και εις την Δαλματίαν, εις την Μπόσναν, εις την Γκεγγαρίαν, εις το Μαυροβούνι και εις την Ήπειρον», ενώ οι Έλληνες, «οπού τώρα λέγονται Ρωμαίοι, κατοικούν εις την Ελλάδα με τα νησιά της, εις τα παραθαλάσσια της Μακεδονίας και Θράκης έως την Βάρναν και εις την Ήπειρον». Βλέπουμε δηλαδή ήδη να περιορίζει τον Ελληνισμό της Μακεδονίας στα παράλιά της.

Στη συνέχεια (σ.48) χωρίζει την Ευρωπαϊκή Τουρκία σε «επαρχίαις δέκα» (Θράκη, Βουργαρία, Σερβία, Μακεδονία, Αρβανιτιά, Μπόσνα, Ελλάδα, Βλαχιά, Μπογδανιά, Μπασαραβία), τις οποίες και εξετάζει μία μία. Τη Μακεδονία την εξετάζει «ογδόη» στη σειρά (σ.55-7), δηλώνοντας πως « είναι ξαϊκουστή διά τον Φίλιππον και τον υιόν του Αλέξανδρον τον μέγαν. Τώρα όμως είναι ποταπή αφορμής οπού κατοικείται από ποταπούς ανθρώπους». Αυτό το συγκεκριμενοποιεί παρατηρώντας πως «η μάθησις ωστόσο λείπει ολότελα, οι κάτοικοί της είναι Βουργάροι, Τούρκοι και ολίγοι Έλληνες και Βλάχοι άποικοι». Στη συνέχεια, αφού διευκρινίζει τα γεωγραφικά της όρια («ξεχωρίζεται από τη Θράκη με το βουνό Ροδόπη, από τη Βουργαρία και τη Σερβία με το βουνό Σκάρδο, από την Αρβανιτιά με τα Ακροκεραύνια και από την Θεσσαλίαν με τον Όλυμπον και Χάσια»), προχωρά στην απαρίθμηση των πόλεών της, χωρίς να περιορίζεται, όπως ο Μελέτιος και οι Δημητριείς, στην απλή ονομαστική τους παράθεση, αλλά επιχειρεί και μια περιγραφή της κατάστασής τους και της σύνθεσης του πληθυσμού τους, που διόλου δεν καταλήγει υπέρ του ελληνικού στοιχείου.

Για τη Θεσσαλονίκη αναφέρει ότι κατοικείται από Τούρκους, Έλληνες, Χριστιανούς και πολλούς Εβραίους, για τις Σέρρες από «Βουλγάρους, Τούρκους ολίγους Γραικούς, Βλάχους», το Μελένικο από «Βουλγάρους και ολίγους Γραικούς», το Μοναστήρι από «Βουλγάρους, Τούρκους, Βλάχους, Εβραίους», η Καστοριά, η Δράμα και η Σίχνα από «Βουργάρους, Τούρκους και λίγους Έλληνας», τα Σέρβια, η Καταιρίνη, η Νιάουστα και τα Γρεβενά από Τούρκους και Έλληνες, ενώ τα Βοδενά, Μογλινά, Κατράτζα, Εστίπ, Κιουπρουλί, Δούπνιτζα, Περλεπέ, Φλορίνα, Πετρίτσι «και άλλες τέτοιες μικρές πόλεις κατοικούνται από Τούρκους και Βουργάρους». Τονίζει για άλλη μια φορά στη συνέχεια πως «απ’ όλαις ταις πόλεις της άνω και κάτω Μακεδονίας ή μικρή ή μεγάλη δεν είναι ούτε καλά κτισμένη ούτε πολιτισμένη, αλλά όλαις Βουργαρίζουν και Σλαβωνίζουν». Την περιγραφή της Μακεδονίας ο συγγραφέας τελειώνει αναφέροντας τα «μεγαλοπρεπή απομεινάρια των παλαιών πόλεων και ελληνικών αποικιών» που σώζονται στα «παραθαλάσσια της Μακεδονίας».

Οι αναφορές του Ψαλίδα στη σλαβική προέλευση του πληθυσμού των πλείστων ηπειρωτικών πόλεων της Μακεδονίας πρέπει να μας προβληματίσουν έντονα. Ισχύει, και αν ναι, γιατί δεν την αναφέρουν κι άλλοι γεωγράφοι; Ήθελαν από φόβο να την κρύψουν, ενώ αυτός βάζει την αλήθεια μπροστά από εθνικά συμφέροντα (δίνοντας έτσι απρόσμενα επιχειρήματα στους παλιότερους Βουλγάρους και στους τωρινούς Σκοπιανούς διεκδικητές της Μακεδονίας); Κάτι τέτοιο δεν ισχύει, καθώς, όπως ήδη παρατηρήσαμε (μιλώντας για το Μελέτιο), αυτά τα εθνικά συμφέροντα δεν υπήρχαν τότε. Ο Ψαλίδας παραβαίνει ένα βασικό επιστημονικό κανόνα που (προς τιμή τους) τόνισαν και εφάρμοσαν οι Δημητριείς στη δική τους Γεωγραφία: δεν είναι σωστό να προβεί κάποιος (κάνοντας ψευδή επίδειξη πολυμάθειας) σε αναλυτική περιγραφή μιας περιοχής αν δεν την έχει γνωρίσει ο ίδιος από κοντά, κι αυτή τη γνώση φαίνεται ξεκάθαρα ότι τη στερείται από τις περιγραφές που κάνει κι από τις αναφορές του και στην εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού και στην κατάσταση της παιδείας και στην πολεοδομική συγκρότηση των μακεδονικών πόλεων, μικρών και μεγάλων. Πέφτει επίσης κι αυτός στην παρανόηση πολλών επισκεπτών της Μακεδονίας, Ευρωπαίων και Ελλήνων, να θεωρούν τους σλαβόφωνους κατοίκους της Βούλγαρους. Μέσα από αυτά του τα σφάλματα ο σπουδαίος κατά τ’ άλλα Ηπειρώτης λόγιος δημιουργούσε λανθασμένη άποψη για την κατάσταση της σύγχρονής του Μακεδονίας σ’ όσους παρακολουθούσαν τα μαθήματά του και ευτυχώς, λόγω της μη έκδοσής τους, το κακό περιορίστηκε εκεί.

Μαθητής του Ψαλίδα ήταν ο επόμενος συγγραφέας βιβλίου γεωγραφίας που θα εξετάσουμε, ο βορειοηπειρώτης ιεροδιάκονος και δάσκαλος Κοσμάς Θεσπρωτός (1780-1852). Η γεωγραφία του, αν και προοριζόταν για ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, έμεινε ανέκδοτη (ως το 1964). Περιλαμβάνει γεωγραφία της Αλβανίας, γραμμένη αποκλειστικά από τον ίδιο, και γεωγραφία της Ηπείρου, βασισμένη στις παραδόσεις του δασκάλου του Ψαλίδα, τις οποίες παραθέτει συμπληρωμένες. Όπως μπορούμε εύκολα να καταλάβουμα από το θέμα, δε γίνεται γεωγραφική περιγραφή της Μακεδονίας αλλά κάποιες σκόρπιες μόνο αναφορές σ’ αυτήν χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Μιλώντας για τα δυτικά όρια της Αλβανίας παρατηρεί ότι «συνορεύει …ανατολικά με την δυτικήν Μακεδονίαν» (σ.4). Άλλες τέσσερις φορές αναφέρεται σ’ αυτήν μιλώντας για γεγονότα που αφορούν την Αλβανία (σ. 15, 20, 31 και 32), ενώ μια τελευταία και σημαντικότερη αναφορά κάνει προς το τέλος του έργου (σ.55), όπου αναφέρει «τα επισημότατα (20) καπιτανάτα ευρισκόμενα την σήμερον [μετά το 1830] εις το Τουρκικόν Κράτος, Θεσσαλίαν και Μακεδονίαν». Εκεί λοιπόν αναφέρεται σε πλήθος Ελλήνων κλεφτών στις ελληνικές περιοχές της Ηπείρου Θεσσαλίας και Μακεδονίας (όσο αφορά την τελευταία, στον Όλυμπο, τα Βοδενά, τα Σέρβια, τα Γρεβενά, το Βλαχολίβαδο και το Μοναστήρι), που όλοι μαζί συγκεντρώνουν έναν απελευθερωτικό στρατό 1835 ανδρών.

Θα συνεχίσουμε με τη «Γεωγραφία Μεθοδική απάσης της Οικουμένης» (1818) του Διονυσίου Πύρρου του Θετταλού, «ιατροφιλοσόφου και διδασκάλου» στην Αθήνα. Εξετάζοντας την Ελλάδα ο συγγραφέας παρατηρεί (σ.154) ότι «Ελλάς το πάλαι μόνον η Θεσσαλία ελέγετο…μετά ταύτα εκλήθησαν και άλλα μέρη, δηλαδή η Αττική, η Πελοπόννησος, η Ήπειρος, η Μακεδονία, η Θράκη, η Ιωνία και όλο το Αρχιπέλαγος». Περιλαμβάνει δηλαδή τη Μακεδονία μέσα στις ελληνικές περιοχές από αρχαιοτάτων χρόνων. Αναφερόμενος έπειτα στα ήθη των συγχρόνων του Ελλήνων, παρατηρεί πως «όλοι οι Έλληνες, μάλιστα δε οι Μακεδόνες και οι Θεσσαλοί, είναι φιλόξενοι». Έχει δηλαδή ο όρος Μακεδόνες έννοια δηλωτική των Ελλήνων κατοίκων μιας συγκεκριμένης ελληνικής περιοχής, όπως και ο όρος Θεσσαλοί. Αναλυτική περιγραφή της Μακεδονίας δεν κάνει (ούτε και των άλλων βόρειων περιοχών του Ελληνισμού), τονίζει απλά πως «συνορεύει με την Βουλγαρίαν, Θράκην, Θεσσαλίαν και Αλβανιτίαν» και πως «πρωτεύουσα πόλις αυτής είναι η Θεσσαλονίκη», ενώ «δευτέρα είναι αι Σέρραι» (άλλες δύο αναφορές του όρου Μακεδονία, όχι τόσο σημαντικές, κάνει και κατά την παράθεση των βουνών και ποταμών της Βαλκανικής).

Έργο γεωγραφίας έχει γράψει και ο Κωνσταντίνος Κούμας (που το ΙΒ΄ τόμο της Ιστορίας του είδαμε ήδη) με τίτλο «Σύνοψις της παλαιάς Γεωγραφίας» (1819) και το οποίο αποτελεί κυρίως μετάφραση της Γεωγραφίας του Nitsch.Το έργο αποτελεί μια πολύ σύντομη εισαγωγή, καθώς ο Κούμας δεν είναι αυτόπτης των περιοχών που περιγράφονται, γι’ αυτό και παρακινεί «να περιγράψη καθείς από τους ελλογίμους μας την ιδιαιτέραν του πατρίδαν» και να κοινοποιήσει αυτή του την περιγραφή στο Λόγιο Ερμή. Όσο αφορά τώρα τη Μακεδονία, περιορίζεται στα γεωγραφικά της όρια (Νέστος και Αιγαίο προς Ανατολάς, Καμβούνια και Όλυμπος προς Νότο, Αχρίδα προς Δυσμάς και Όρβηλος προς Βορρά) και στην παράθεση των αρχαίων πόλεών της (σ.69-71).

Ένα αρκετά σημαντικό βιβλίο γεωγραφίας, προορισμένο κι αυτό για διδακτικούς κυρίως σκοπούς, όπως και τα περισσότερα βιβλία αυτής της ομάδας, είναι και η τρίτομη «Νεωτάτη Διδακτική Γεωγραφία»(1838) του Νικολάου Λωρέντη. Οι σχετικές με τη Μακεδονία αναφορές, πολλές και ιδιαίτερα κατατοπιστικές, περιλαμβάνονται στο Β’ τόμο του έργου, στο κεφάλαιο για την Ευρωπαϊκή Τουρκία. Αφού ο συγγραφέας αναφέρει το συνολικό αριθμό των κατοίκων της («9,5 ως 10 εκατομμύρια, ίσως και 12»), προχωρά παραθέτοντας τα «δέκα γένη» που την αποτελούν, τα εξής: «α) Το Οθωμανικόν, το… έχον την δεσποτείαν. β) Των Ταρτάρων, στις όχθες του Δουνάβεως. γ) Των Αράβων στην Κρήτη, μόλις 4000. δ) Το ελληνικόν γένος, απαρτίζον το πλείστον μέρος της πληθύος των εντεύθεν της σειράς του Αίμου επαρχιών του εν Ευρώπη Οθωμανικού βασιλείου και των πέριξ αυτού νήσων, εικάζεται άπαν συμποσούμενον τα νυν υπέρ τα 1800000μετά των όσων ζώσι έτι εντός των ηγεμονιών της Μολδοβλαχίας και πολλαχού της Σερβίας και Βουλγαρίας… ε) Το Σλαβικόν, το ¼ της πληθύος, κατέχον τας βορειοδυτικάς επαρχίας του οθωμανικού βασιλείου, περιλαμβάνον δύο φυλάς, Βουλγαρικήν και Ιλλυρικήν. Στη δευτέρα οι Σέρβοι, οι Βόσνοι, οι Κροάται, οι Μαυροβούνιοι. Οι Βούλγαροι κατέχουν όλη τη μεταξύ Δουνάβεως και Αίμου όρους έως του Ευξείνου πόντου προς Ανατολάς εκτεινομένη χώρα, αριθμός 1,8 εκατομμύρια. στ) Αλβανών. ζ) Το Δακικόν ή Βλαχομολδαυϊκόν. η) Αρμενίων. θ) Ιουδαϊκόν. ι) Αθιγγάνων, 200.000. Ζουν ακόμα πολλοί Ευρωπαίοι (Φράγκοι)». Σ’ αυτή την αναλυτική παρουσίαση πουθενά δε γίνεται αναφορά σε κάποιο μακεδονικό γένος, απλά διότι δεν υπήρχε, ενώ οι Έλληνες παρουσιάζονται να υπερτερούν πληθυσμιακά στις νότια του Αίμου περιοχές, δηλαδή και στη Μακεδονία. Παρουσιάζοντας κατόπιν την «τοπογραφία» της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, τη χωρίζει σε «τέσσερις σατραπείες, Ρωμανίας ή Ρούμελης, Βοσνίας, Νήσων Αιγαίου, Κρήτης». Η πρώτη περιλαμβάνει, κατά το συγγραφέα, «το πλείστο μέρος της Θράκης, όλη τη Βουλγαρία, Μακεδονία, Ήπειρο, Αλβανίαν και Θεσσαλίαν».

Προχωρά στη συνέχεια στην εξέταση καθεμιάς από αυτές τις περιοχές εξετάζοντας τη Μακεδονία δεύτερη μετά τη Θράκη (σ.412-22). Καθορίζει τα γεωγραφικά της όρια, δηλώνοντας πως «ορίζεται αρκτικώς υπό της άνω Μοισίας και Βουλγαρίας, ανατολικώς υπό της Θράκης (Νέστος) και του Αιγαίου, μεσημβρινώς υπό της Θεσσαλίας (Όλυμπος, Καμβούνια) και του Αιγαίου και δυτικώς υπό της Ηπείρου και Αλβανίας». Ο πληθυσμός της γράφει πως περιλαμβάνει «760.000 κατοίκους, τους πλείστους Έλληνας ομιλούντας την νέαν ελληνικήν γλώσσαν και πολλούς Βλάχους…θεωρουμένους ως αποίκους των αρχαίων Δακορωμαίων». Τη χωρίζει σε «τέσσερις σημαιαρχίες (σαντζάκια): Θεσσαλονίκης, Σκοπίας, Σερρών, Ουλπιάνου…».

Προχωρά στη συνέχεια σε λεπτομερή ονομαστική παρουσίαση των πόλεών της, αναφέροντας για πολλές από αυτές –προφανώς για όσες έχει ασφαλείς κατ’ αυτόν πληροφορίες – τον αριθμό των κατοίκων τους και την εθνολογική τους σύσταση. Ξεκινά από την «πρωτεύουσα όλης της επαρχίας», τη Θεσσαλονίκη, με 75 χιλιάδες κατοίκους («20 χιλιάδες Έλληνες, 15 χιλιάδες Ιουδαίοι, οι λοιποί Οθωμανοί, Αρμένιοι και τινές Ευρωπαίοι»), προχωρά στην Πιερία, Ημαθία, Πέλλα, Μοναστήρι, Φλώρινα, Κοριτσά, Δυτική Μακεδονία και μετά βορειότερα στη μεταξύ Αξιού και Στρυμόνα περιοχή των Σκοπίων, για να κατεβεί μετά προς Μελένικο, Ανατολική Μακεδονία και Χαλκιδική. Αναφορές στον πληθυσμό τους κάνει για τις εξής πόλεις: «Κατερίνη, 1800 κ. τους πλείστους Έλληνας…, Βέρροια 8000 κ. Έλληνας τους πλείστους…Νιάουστα, κατοικουμένη υπό Ελλήνων μόνον, Γιαννιτζά 6000 κ., Βοδινά 12000 κ.,…Βελλεσσός, 6000 κ. όλους σχεδόν Έλληνας…, Μοναστήρι 15000 κ. τους πλείστους Βλάχους και Βουλγάρους…, Κοριτζά 8000 κ. πλείστους Έλληνας, Καστοριά 16000 κ. από τους οποίους πολλοί Οθωμανοί και Ιουδαίοι, Κλεισούρα, κώμη υπό 2500 Μακεδονοβλάχων με ελληνικόν σχολείον εν αυτή…, Σάτιστα 5000 κ. όλους Έλληνας, Λεψόνι 3000 κ. Οθωμανούς, Γρεβενά 2500 κ., Σέρβια 2000 κ., Κοζάνη 3000κ. όλους Έλληνας…, Σκοπία ή Σκούποι 10000 κ., Κουμάνοβον 10000 κ.,…,Στρουμίτζα 300 οικίες οι πλείστες τουρκικές,Καρατόβα 4000 κ., Μελένικος 6000 κ. τους πλείστους Έλληνας, Νευροκόπι 2000, Δράμα 8000, Σέρραι 35000 κ. οι πλείστοι Έλληνες και τινές Οθωμανοί και Ιουδαίοι… Καβάλα 2800 κ.», ενώ τα χωριά της Χαλκιδικής τα παρουσιάζει «υπό Ελλήνων» κατοικούμενα. Μέσα από όλα αυτά τα στοιχεία που παραθέτει φαίνεται ξεκάθαρα η θέση του συγγραφέα ότι η Μακεδονία αποτελεί μία από τις αλύτρωτες περιοχές του Ελληνισμού, κατοικούμενη ως επί το πλείστο από Έλληνες.

Το τελευταίο βιβλίο γεωγραφίας της περιόδου είναι η «Γεωγραφία της Ελλάδος αρχαίας και νεωτέρας» του Ιωάννη Βαλέττα (η μόνη εκδομένη σ’ ελληνικό έδαφος, στην Ερμούπολη, όπου δίδασκε ο συγγραφέας, το 1839). Το ΣΤ’ κεφάλαιο τιτλοφορείται «Περί Θράκης, Μακεδονίας, Ιλλυρίας και των εν αυταίς ελληνικών αποικιών». Η Μακεδονία εξετάζεται στις σελίδες 162-165 (της β’ έκδοσης,1841). Αρχικά ορίζονται κι εδώ τα γεωγραφικά της όρια (από τη Θράκη «χωρίζεται διά του Νέστου», «προς Νότον έχει το Αιγαίον και τον Όλυμπον», «προς Δυσμάς την Ιλλυρίαν (Αλβανίαν)» και «προς Βορράν την Δαρδανίαν και Μοισίαν (Σερβίαν και Βουλγαρίαν) από των οποίων την χωρίζει το όρος Όρβηλος»), ενώ στη συνέχεια παρατίθενται οι πόλεις της, όχι όμως οι σύγχρονες αλλά οι αρχαίες.Τελειώνει με μια σαφή αναφορά στην ελληνικότητα των αρχαίων Μακεδόνων (εννοείται ότι θεωρεί και τη Μακεδονία ελληνική περιοχή, αφού την περιλαμβάνει στη γεωγραφία της Ελλάδας), όταν γράφει ότι «εθεωρούντο δε ανέκαθεν οι Μακεδόνες ισχυρόν και πολεμικόν έθνος της αρκτώας Ελλάδος».

Συμπεράσματα

Από τη μελέτη αυτή των έργων των εκπροσώπων της ύστερης περιόδου του Νεοελληνικού Διαφωτισμού που επιχειρήσαμε, είτε πρόκειται για φιλοσοφικά, ιστορικά, φιλολογικά ή άλλου είδους συγγράμματα είτε για βιβλία γεωγραφίας, μπορούμε να καταλήξουμε σε ορισμένα γενικά συμπεράσματα για τη σημασία των όρων Μακεδονία και Μακεδόνες όταν περιέχονται σ’ αυτά.

Στα ποικίλου περιεχομένου έργα κατ’ αρχήν της πρώτης ομάδας οι αναφορές είναι συνήθως λιγοστές και σκόρπιες και τις περισσότερες φορές αφορούν την αρχαία Μακεδονία και τους βασιλιάδες της, όμως ως μια περιοχή καθαρά ελληνική από την αρχαιότητα (οι Έλληνες λόγιοι, όσο κι αν δέχονται – επηρεασμένοι από τις αντιλήψεις των Ευρωπαίων λογίων της εποχής – τις απόψεις περί αρνητικής συμβολής της μακεδονικής μοναρχίας στα ελληνικά πράγματα κατά τον 4ο αι. π.Χ., πουθενά δε φαίνονται ν’ αποδέχονται τις άλλες θεωρίες περί μη ελληνικής καταγωγής των Μακεδόων), ενώ οι όποιες αναφορές τους στη σύγχρονή τους πραγματικότητα της Μακεδονίας δείχνουν με σαφήνεια ότι αφορούν μια περιοχή ελληνική, κατοικούμενη από Έλληνες.

Από τα εννιά πάλι έργα γεωγραφίας της εποχής, σε περιγραφή της προβαίνουν τα επτά (εξαιρούνται αυτά του Μοισιόδακα και του Θεσπρωτού), λεπτομερή όμως κάνουν μόνο τα τέσσερα (Μελέτιος, Δημητριείς, Ψαλίδας, Λωρέντης), ενώ τα υπόλοιπα τρία (Πύρρος, Κούμας, Βαλέττας) κάνουν πολύ σύντομη περιγραφή της που περιλαμβάνει τα γεωγραφικά της όρια και τις σπουδαιότερες πόλεις της και κυρίως τις αρχαίες, μιλώντας όμως και πάλι για τη διαχρονική της ελληνικότητα. Από τα τέσσερα έργα που την περιγράφουν λεπτομερώς, ιδιαίτερα σαφή γνώση του θέματος δείχνει το ένα, ο Λωρέντης, που προβαίνει και σε πλήθος παρατηρήσεις υπέρ της ελληνικής πλειοψηφίας των κατοίκων της, κάτι που λόγω λανθασμένης πληροφόρησης (και όχι εχθρικής διάθεσης) αρνείται (με πικρία) ο Ψαλίδας, ενώ τα άλλα δύο έργα (Μελέτιος, Δημητριείς) μιλούν κι αυτά για την ελληνικότητά της.

Πουθενά επίσης δεν υπάρχει ούτε και η παραμικρή αναφορά στην ύπαρξη κάποιας ιδιαίτερης μακεδονικής εθνότητας, καθώς ο όρος Μακεδόνας, όπου χρησιμοποιείται, έχει έννοια γεωγραφική, αφού δηλώνει τον κάτοικο, Έλληνα, χριστιανό ή Τούρκο, της περιοχής αυτής. Είναι επίσης χαρακτηριστικό πως στα γεωγραφικά όριά της σχεδόν ποτέ δεν περιλαμβάνονται οι περισσότερες από τις περιοχές που ανήκουν σήμερα στο κράτος.

Φάνης Καψωμάνης είναι διδάκτωρ Ιστορίας.

Τα νομίσματα είναι από εδώ: http://edgarlowen.com/greek-coins-egypt.shtml