Ο βίος του Αγίου

Ο άγιος Δημήτριος γεννήθηκε το δεύτερο μισό του 3ου αιώνα μ.Χ. στη Θεσσαλονίκη. Ο Δημήτριος ήταν γόνος αριστοκρατικής και εύπορης οικογένειας. Σύντομα ανελίχθηκε στις βαθμίδες του Ρωμαϊκού στρατού με αποτέλεσμα σε ηλικία 22 ετών να φέρει το βαθμό του χιλιάρχου. Ως αξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού κάτω από τη διοίκηση του Τετράρχη (και έπειτα αυτοκράτορα) Γαλερίου Μαξιμιανού. Ο «ευσεβέστατος» Δημήτριος, όπως τον αποκαλεί το Συναξάρι του, ανατράφηκε εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου και αναδείχθηκε «διδάσκαλος της πίστεως του Χριστού».

Το μαρτύριο του Δημητρίου τελέστηκε όταν ο Μαξιμιανός επισκέφθηκε την Θεσσαλονίκη (296 ή 306), προκειμένου να απολαύσει τους αγώνες που διεξάγονταν μέσα στα πλαίσια του εορτασμού της νίκης των Ρωμαίων κατά των Σκυθών.

Τότε ο Μαξιμιανός εξέδωσε διάταγμα, όπως φυλακιστεί ο Δημήτριος, με το αιτιολογικό ότι ομολόγησε πίστη προς τον Χριστό. Ο Δημήτριος, λοιπόν, ρίχτηκε σ’ ένα δημόσιο λουτρό, από όπου κήρυσσε το Ευαγγέλιο.

Στους αγώνες λάμβανε μέρος και ένας μεγαλόσωμος αθλητής, ο Λυαίος, ο οποίος είχε μεγάλη φήμη για τις ικανότητές του στο άθλημα της πάλης. Επειδή δε ο Λυαίος προκαλούσε τα πλήθη να παλαίψουν μαζί του, ένας από τους μαθητές του Δημητρίου, ο Νέστορας, ζήτησε την ευλογία του Αγίου, προκειμένουν να αντιμετωπίσει τον Λυαίο. Ο Άγιος Δημήτριος πράγματι ευλόγησε το Νέστορα σφραγίζοντάς τον στο πρόσωπο, με το σημείο του τιμίου σταυρού, και λέγοντάς του: «και τον Λυαίο θα νικήσης και για τον Χριστό θα μαρτυρήσεις».

Ο νεαρός Νέστωρας εισήλθε μέσα στο Στάδιο, και λέγοντας «ο Θεός Δημητρίου βοήθει μοι…», πάλεψε και νίκησε τον Λυαίο. «Και βαλών αυτώ καιρίαν πληγήν κατά καρδίας αφήκεν άπνουν επί της γης τον πρώην μεγάλαυχον», αναφέρει το Συναξάρι.

Ο Μαξιμιανός βλέποντας το γεγονός εξοργίστηκε, γι΄ αυτό και διέταξε να θανατωθεί ο Δημήτριος, θεωρώντας τον υπαίτιο για την ταπεινωτική ήττα του Λυαίου. Έδωσε εντολή, λοιπόν, όπως θανατωθεί πρώτος ο Δημήτριος δια λογχισμού. Ο θάνατος του Δημητρίου ήταν ακαριαίος, αλλά όμως, «πολλών θαυμάτων και ιάσεων παραδόξων μετά την τελευτήν γενόμενος ποιητής», υπογραμμίζει το Συναξάρι. Μετά το Δημήτριο σειρά είχε ο Νέστορας τον οποίο καρατόμησαν με το ίδιό του το ξίφος.

Ένας άλλος μαθητής του Αγίου Δημητρίου, ο Λούπος, μάζεψε το τίμιο αίμα του Μεγαλομάρτυρα Δημητρίου με το πανωφόρι και το δακτυλίδι του Αγίου και με αυτό επιτελούσε διάφορα σημεία και ιάσεις ασθενειών. Επειδή όμως πολλοί πίστευαν στον Χριστό υπέστη και ο Λούπος παρόμοιο μαρτύριο με αυτό του Αγίου Δημητρίου και του Νέστορα, όπως εξάλλου και πολλοί άλλοι χριστιανοί της εποχής.

Το σκήνωμα του Μεγαλομάρτυρα Δημητρίου οι χριστιανοί το ενταφίασαν σ’ εκείνο το δημόσιο λουτρό, όπου άρχισε να αναβλύζει μύρο, γι’ αυτό και ο Δημήτριος έλαβε το προσωνύμιο Μυροβλήτης.

Στο τόπο του μαρτυρίου του εκτίσθηκε ένας μικρός ναός το 313 αφιερωμένος στο όνομά του. Το 324 στον ίδιο τόπο ανεγέρθηκε μία τρίκλιτη Βασιλική και το 413 κτίστηκε μία μεγαλύτερη. Η σημερινή μορφή του Ναού ανάγεται στο 1950. Σημειωτέον ότι από το 413 μέχρι το 1950 ο Ναός υπέστη πολλές καταστροφές και λεηλασίες. Η τελευταία καταστροφή σημειώθηκε το 1917 από μεγάλη πυρκαϊά. Στα υπόγεια του Ναού αυτού σώζεται ο τόπος όπου φυλακίστηκε ο Άγιος Δημήτριος καθώς και το πρώτο του μνήμα. Στο Ναό φυλάσσονται τα τίμια λείψανα του Αγίου.

Ο Μεγαλομάρτυρας Δημήτριος είναι ο πολιούχος και προστάτης της Θεσσαλονίκης, και η μνήμη του τελείται στις 26 Οκτωβρίου.

Η μνήμη των Αγίων Νέστορος και Λούπου τελείται την επομένη μέρα, 27 Οκτωβρίου.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Μέγαν εὕρατο ἐv τοῖς κιvδύvοις, σὲ ὑπέρμαχοv, ἡ οἰκουμένη, Ἀθλοφόρε τὰ ἔθνη τροπούμενον. Ὡς οὖν Λυαίου καθεῖλες τὴν ἔπαρσιν, ἐν τῷ σταδίῳ θαῤῥύvας τὸν Νέστορα, οὕτως Ἅγιε, Μεγαλομάρτυς Δημήτριε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Τοῖς τῶv ἰαμάτωv σου ῥείθροις Δημήτριε, τὴv Ἐκκλησίαν Θεὸς ἐπορφύρωσεv, ὁ δούς σοι τὸ κράτος ἀήττητοv, καὶ περιέπωv τὴν πόλιv σου ἄτρωτοv· αὐτῆς γὰρ ὑπάρχεις τὸ στήριγμα.

Κάθισμα
Βασιλεῖ τῶν αἰώνων εὐαρεστῶν, βασιλέως ἀνόμου πᾶσαν βουλήν, ἐξέκλινας Ἔνδοξε, καὶ γλυπτοῖς οὐκ ἐπέθυσας· διὰ τοῦτο θῦμα, σαυτὸν προσενήνοχας, τῷ τυθέντι Λόγῳ ἀθλήσας στερρότατα· ὅθεν καὶ τῇ λόγχῃ, τὴν πλευρὰν ἐξωρύχθης, τὰ πάθη ἰώμενος, τῶν πιστῶς προσιόντων σοι, Ἀθλοφόρε Δημήτριε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λογον.
Εὐσεβείας τοῖς τρόποις καταπλουτῶν, ἀσεβείας τὴν πλάνην καταβαλών, Μάρτυς κατεπάτησας, τῶν τυράννων τὰ θράση, καὶ τῷ θείῳ πόθῳ, τὸν νοῦν πυρπολούμενος, τῶν εἰδώλων τὴν πλάνην, εἰς χάος ἐβύθισας· ὅθεν ἐπαξίως, ἀμοιβὴν τῶν ἀγώνων, ἐδέξω τὰ θαύματα, καὶ πηγάζεις ἰάματα, Ἀθλοφόρε Δημήτριε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Μεγαλυνάριον
Φύλαττε τοὺς δούλους σου ἀθλητά, μάρτυς μυροβλύτα τοὺς ὑμνοῦντάς σε εὐσεβῶς, καὶ ρῦσαι κινδύνων καὶ πάσης ἄλλης βλάβης, Δημήτριε τρισμάκαρ ταῖς ἱκεσίαις σου.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Τὸν μέγαν ὁπλίτην καὶ ἀθλητήν, τὸν στεφανηφόρον, καὶ ἐν μάρτυσι θαυμαστόν, τὸν λόγχῃ τρωθέντα, πλευρὰν ὡς ὁ δεσπότης, Δημήτριον τὸν θεῖον ὕμνοις τιμήσωμεν.

Τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου

Τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου άρχισαν να καταγράφονται από νωρίς. Η συγγραφή μιας πρώτης συλλογής θαυμάτων αποδίδεται στον Αρχιεπίσκοπο Ιωάννη, λίγο μετά το 600 μ.Χ. και μια δεύτερη, ανώνυμη, γράφτηκε γύρω στο 680 μ.Χ. Οι ιστορικοί έχουν αντλήσει ποικίλες πληροφορίες από αυτά τα κείμενα. Πέρα από το θρησκευτικό τους ενδιαφέρον αποτελούν ανεκτίμητη πηγή, ιδιαίτερα για τις μετακινήσεις των Σλάβων τον 6ο-7ο αιώνα, και για τη ζωή στη Θεσσαλονίκη την ίδια εποχή, καθώς, όπως σημειώνει ο P. Lemetrle, όσα αναφέρουν είναι για μάς νέο υλικό που δεν είναι γνωστό από καμιά άλλη πηγή. Το 1979 ο Lemetrle προέβη σε νέα κριτική έκδοση και σχολιασμό του έργου και στη δεκαετία του 1990 είχαμε δύο εκδόσεις στην Ελλάδα με κείμενο και νεοελληνική μετάφραση. Η πρώτη από το Κέντρο Αγιολογικών Μελετών της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, σε επιμέλεια του αείμνηστου καθηγητή Π. Χρήστου, και η δεύτερη από τις εκδόσεις Άγρα, σε επιμέλεια του καθηγητή Χ.Μπακιρτζή, με εξαιρετική μετάφραση της Αλόης Σιδέρη. Η δεύτερη έκδοση εκτός από τα εκτενή σχόλια (περίπου 90 σελίδες) του επιμελητή, περιλαμβάνει σχεδιαγράμματα, 40 φωτογραφίες και τέσσερις μελέτες για τα «Θαύματα του Αγίου Δημητρίου» των Lemetrle, Speck, και Μπακιρτζή.

Ορισμένα θαύματα αναφέρονται σε θεραπεία σωματικών ασθενειών, άλλα στη φροντίδα του Αγίου για το ναό του στή Θεσσαλονίκη και άλλα στην προστασία της πόλης από εχθρικές επιδρομές. Τα κείμενα, η γραφή είναι τόσο υψηλού επιπέδου, με τέτοια καλλιέργεια του λόγου και τόση εκφραστική δύναμη, που αποτελούν απόδειξη της υψηλής πολιτιστικής στάθμης της πόλης κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο. Απευθύνονται σε δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο, σαν σε δημόσια ομιλία ή κήρυγμα, και σε πολλά από αυτά ο ομιλητής επικαλείται τη μαρτυρία των ίδιων των παρισταμένων για την επαλήθευση των λόγων του. Πρόκειται, δηλαδή, για γεγονότα που συνέβησαν στη διάρκεια της ζωής του συγγραφέα, τα οποία μπορούν να επιβεβαιώσουν οι ακροατές του.

Από τα είκοσι θαύματα που περιλαμβάνονται στις Συλλογές Α` και Β` (υπάρχει και τρίτη μεταγενέστερη Συλλογή), μπορούμε να αναφέρουμε ενδεικτικά το 14ο, που είναι από τα εντυπωσιακότερα. Βρισκόμαστε στο Σεπτέμβριο του 586μ.Χ. και ένα πλήθος Αβάρων και Σλάβων, ίσως εκατό χιλιάδες, επιτίθεται στη Θεσσαλονίκη. «Σαν θανατηφόρο στεφάνι περικύκλωσαν την πόλη και δεν φαινόταν ούτε ένα σημείο της γης, όπου να μην πατή βάρβαρος. Άξιζε τότε να δής αντί χώμα ή χλόη ή δέντρα τα κεφάλια των αντιπάλων το ένα πλάι στο άλλο και μάλιστα συνωστισμένα να επισείουν εναντίον μας για την επαύριον τον αναπόφευκτο θάνατο», γράφει ο συγγραφέας των «Θαυμάτων».

Η κατάσταση ήταν τραγική καθώς είχε προηγηθή λιμός, που αποδεκάτισε τον πληθυσμό της πόλης και επιπλέον η ξαφνική εμφάνιση των εχθρών απέκλεισε εκτός των τειχών πολλούς άνδρες που βρίσκονταν στους αγρούς για τον τρύγο. Το χειρότερο, οι περισσότεροι από τούς επίλεκτους της φρουράς έτυχε να έχουν πάει μαζί με τον έπαρχο σε άλλα μέρη για δημόσιες υποθέσεις.

Οι εχθροί εγκατέστησαν τα πολιορκητικά μηχανήματα, σιδερένιους κριούς και τεράστια πετροβόλα και «άρχισαν να εκτοξεύουν πέτρες ή μάλλον βουνά ολόκληρα-, οι δε τοξότες βέλη σαν χειμωνιάτικες νιφάδες, ώστε κανείς από τούς υπερασπιστές του τείχους δεν μπορούσε πιά να ξεπροβάλη χωρίς κίνδυνο και να δή τί γινόταν έξω». Οι Θεσσαλονικείς κατελήφθησαν από απελπισία, αφού δεν υπήρχε καμία απολύτως ανθρώπινη δυνατότητα να σωθούν. Μόνο καταφύγιό τους η προσευχή και οι παρακλήσεις προς τον Άγιό τους να ικετεύση τον Θεό. Και πράγματι, ο Άγιος Δημήτριος παρεμβαίνει με συγκεκριμένα περιστατικά σε διάφορα στάδια της πολιορκίας…

Την έβδομη μέρα της πολιορκίας οι εχθροί ετοιμάζουν την τελική επίθεση, ελπίζοντας ότι η σφοδρότητα της εφόδου θα τρομοκρατήση και θα απωθήση από τις επάλξεις τούς υπερασπιστές. Ο συγγραφέας βρίσκεται ο ίδιος στο ανατολικό τείχος (περίπου στη σημερινή οδό Εθνικής Αμύνης). Ας του δώσουμε το λόγο για τη συνέχεια: «Κι ενώ εμείς είχαμε κυριευθή από φόβο δεινό για την τύχη που μάς περίμενε, ξαφνικά, γύρω στην όγδοη ώρα της ίδιας ημέρας, όλοι μαζί οι βάρβαροι που είχαν περικυκλώσει την πόλη, έφυγαν τρέχοντας με βαρβαρικές κραυγές προς τούς λόφους εγκαταλείποντας τις σκηνές μαζί με όλα τους τα υπάρχοντα. Και τόσος ήταν ο πανικός που τούς είχε καταλάβει, ώστε μερικοί από αυτούς έφυγαν άοπλοι και χωρίς χιτώνες. Έπειτα αφού παρέμειναν περί τις τρεις ώρες στα γύρω βουνά (….), με τη δύση του ήλιου κατέβηκαν πάλι στις σκηνές τους και άρχισαν, κατά πρόνοια του Αθλοφόρου, να σκυλεύουν ο ένας τον άλλον, με αποτέλεσμα πολλοί από αυτούς να τραυματιστούν και να πέσουν νεκροί. Έπειτα, αφού πέρασε εκείνη η νύχτα μέσα σε απόλυτη ησυχία και όχι όπως οι προηγούμενες και φάνηκε η αυγή, (….) από το αμέτρητο πλήθος δεν φαινόταν ούτε ένας».

Τ είχε συμβεί; Οι Θεσσαλονικείς δεν γνώριζαν. Ούτε ο συγγραφέας, ο οποίος δεν παρασύρεται να μιλήση για οπτασίες και πράγματα που δεν έχει δη ο ίδιος. Στο σημείο αυτό, κατά έναν «μοντέρνο» θα λέγαμε τρόπο, γίνεται μια αλλαγή αφηγητή στο κείμενο και διαβάζουμε την περιγραφή του ίδιου γεγονότος από την πλευρά των επιδρομέων, ορισμένοι από τούς οποίους την άλλη μέρα αυτομόλησαν και ζήτησαν καταφύγιο στην πόλη. Συνομιλώντας με τούς αξιωματούχους της ανέφεραν ότι μετά τα χθεσινά γεγονότα βεβαιώθηκαν ότι μέχρι τώρα ο στρατός είχε μείνει κρυμμένος στην πόλη, διότι την όγδοη ώρα άνοιξαν οι πύλες και επιτέθηκε πάνοπλος εναντίον τους, γι’ αυτό και έτρεξαν όλοι πανικόβλητοι προς τα βουνά περιμένοντας εκεί μέχρι που βράδιασε και ο στρατός επέστρεψε στην πόλη. Τότε αποφάσισαν όλοι οι επιδρομείς να φύγουν βέβαιοι ότι την επόμενη αυγή το στράτευμα θα εξορμούσε πάλι εναντίον τους.

Όταν οι Θεσσαλονικείς ρώτησαν τούς φυγάδες ποιόν είδαν επικεφαλής του στρατού, αυτοί απάντησαν, «έναν άνδρα πυρόξανθο και λαμπροφορεμένο με λευκό ιμάτιο, πάνω σε λευκό άλογο», υποδεικνύοντας τή γνώριμη σε όλους εικόνα του Αγίου Δημητρίου, που σώζεται μέχρι σήμερα σε ψηφιδωτό. Χύνοντας δάκρυα χαράς και αγαλλίασης όλη η πόλη ανέπεμψε τότε ύμνους στον Αθλοφόρο Άγιο και ευχαριστίες εκ βάθους ψυχής προς τον Θεό.

Ο σύγχρονος αναγνώστης, ζώντας σε εποχή ορθολογισμού και δυσπιστίας, πλησιάζει τέτοια βιβλία με επιφύλαξη, με κυρίαρχο το ερώτημα: είναι άραγε αλήθεια όλα αυτά; Ωστόσο το ίδιο ερώτημα είχαν και οι πρόγονοί μας, που έζησαν σ’ αυτόν τον τόπο τα βυζαντινά χρόνια. Είναι λανθασμένο και υπεροπτικό να θεωρούμε ότι στα χρόνια που δημιουργήθηκε η κορυφαία πολιτιστική σύνθεση ελληνισμού και χριστιανισμού οι άνθρωποι ήταν απλοϊκοί και ευκολόπιστοι. Αντίθετα, ήταν μορφωμένοι, κάτοχοι της κλασσικής παιδείας και είχαν και αυτοί την ίδια με μάς ανάγκη αποδείξεων για όσα υπερφυσικά ισχυριζόταν ο κάθε αφηγητής. Γι’ αυτό και το κείμενο των «Θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου» είναι διανθισμένο με πολλές λεπτομέρειες, που επιτρέπουν τον προσδιορισμό του χρόνου, του τόπου ή του σημείου της πόλης, όπου διαδραματίζεται το κάθε θαύμα. Φτάνοντας στο τέλος αυτού του βιβλίου ο σύγχρονος αναγνώστης μένει με πολύ λίγες αμφιβολίες για την ιστορικότητα όσων αναφέρονται. Και αισθάνεται πολύ προνομιούχος, διότι στην εποχή μας, για πρώτη φορά, τέτοια έργα είναι πλέον προσιτά στο ευρύ κοινό.

Ο ναός του Αγίου Δημητρίου

Ο Ι. Ναός του Αγίου Δημητρίου χτίστηκε στα μέσα του 5ου αιώνα (413), πάνω στον τόπο του μαρτυρίου του Αγίου, από τον έπαρχο του Ιλλυρικού Λεόντιο, ο οποίος θεραπεύτηκε από ανίατη ασθένεια. Στο χώρο αυτό βρισκόταν το «στάδιο» όπου γίνονταν μονομαχικοί αγώνες. Σ’ αυτό το στάδιο μονομάχησε ο πιστός μαθητής του Αγίου Δημητρίου, Νέστορας, και κατατρόπωσε τον Λυαίο. Ολόκληρο το ισόγειο συγκρότημα του αρχαίου λουτρού, όπου ήταν φυλακισμένος ο Άγιος, διατηρήθηκε και διασκευάσθηκε σε κρύπτη του ναού, η οποία έγινε για αιώνες και παραμένει κέντρο λατρείας.

Ο αρχιτεκτονικός ρυθμός του ναού είναι πεντάκλιτη βασιλική με εγκάρσιο (κάθετο) κλίτος, διπλά υπερώα (γυναικωνίτες) και μακρές διπλές κιονοστοιχείες. Στην πορεία του χρόνου υπέστη δύο φορές καταστροφή, σε μεγάλο μέρος, από πυρκαγιά τον 7ο αιώνα (μεταξύ 629 και 639) και στις 5 και 6 Αυγούστου το 1917. Επίσης υπέστη πολλές καταστροφές και λεηλασίες κατά την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Σαρακηνούς το 904 και από τους Νορμανδούς το 1118. Το διάστημα 1493-1912 μετατράπηκε σε τζάμι από τους Τούρκους.

Η μεγάλη πυρκαγιά του 1917 μετέβαλε σχεδόν σε ερείπια τον ιστορικό Ναό και οι αναστηλωτικές εργασίες που τον αποκατέστησαν στην αρχική του μορφή διήρκησαν έως το 1948. Από τότε λειτουργεί κανονικά και αποτελεί ως μνημείο τέχνης ένα από τα πλέον υπέροχα χριστιανικά μνημεία της ελληνικής ανατολής.

Ο Αύλειος Χώρος

Η αυλή πoυ βρίσκεται μπροστά, στη δυτική πλευρά του ναού, πριν από την πυρκαγιά του 1917 έφερε πύλη και υπολείμματα του αρχαίου σταδίου. Σήμερα το μόνο που έμεινε είναι η μεγάλη μαρμάρινη στρογγυλή λεκάνη της φιάλης του αγιασμού, που αρχικά ήταν περιστοιχισμένη από οκτώ μαρμάρινους κίονες, η οποία είναι στολισμένη εξωτερικά με ραβδώσεις και κατασκευάσθηκε την τελευταία περίοδο του Βυζαντίου.

Ο Νάρθηκας

Εισερχόμενοι στον νάρθηκα, το πρώτο μέρος κατά την είσοδο μας στον ναό, αντικρίζουμε πρώτα το μεγάλο προσκυνητάρι με την εικόνα της Παναγίας της Ιεροσολυμίτισσας.

Είναι αντίγραφο της εικόνας που βρίσκεται πάνω από τον τάφο της Παναγίας στη Γεσθημανή. Φιλοτεχνήθηκε σε ανάμνηση της επίσκεψης στο ναό και του μεγάλου προσκυνήματος, το 1992 και το 2002. Δίπλα – αριστερά είναι η μεγάλη εικόνα που παριστάνει τον Άγιο Δημήτριο δεόμενο, σαν να υποδέχεται με αγάπη τον κάθε προσκυνητή. Η εικόνα αυτή είναι από τα εγκαίνια του Ναού το 1948.

Ο Κυρίως Ναός

Το Κεντρικό Κλίτος

Ο ναός χωρίζεται σε πέντε κλίτη (είναι τα μέρη που χωρίζεται ο ναός οριζόντια με κιονοστοιχίες) από τέσσερεις κιονοστοιχίες. Το κεντρικό κλίτος είναι το μεγαλύτερο από τα άλλα τέσσερα – δύο βόρεια και δύο νότια – ενώ

οι κεντρικές κιονοστοιχίες είναι παράλληλες και αποτελούνται από μαρμάρινους κίονες (οι μικρότερες στρογγυλές κολώνες με τα κιονόκρανα) και πεσσούς (οι τετράγωνες κολώνες κατά μήκος του ναού). Τα κιονόκρανα, τα οποία υπάρχουν σε δεκαπέντε, περίπου, παραλλαγές σ’ όλο το ναό, είναι τα περισσότερα «θεοδοσιανά» – κορινθιακά. Είναι διακοσμημένα με ακανθώδη σχήματα, ανεμιζόμενα φύλλα και με κεφαλές κριών και μας διασώζουν μια χριστιανική τέχνη απαράμιλλης ποιοτικής αξίας και αισθητικής. Ανήκουν είτε σε παλαιότερα κτίσματα είτε στη Βασιλική του 5ου αιώνα.

Τα νεότερα κιονόκρανα που χρησιμοποιήθηκαν τελευταία, διακρίνονται από το λευκότερο μάρμαρο και το μεγαλύτερο μέγεθος.

Το Φρέαρ του Αγιάσματος

Βρίσκεται μπροστά στο αριστερό πεσσό του Ιερού Βήματος και διαμορφώθηκε αργότερα κατάλληλα με μεταγενέστερο μαρμάρινο κιβώριο. Το φρέαρ αυτό αποτέλεσε τον πρώτο τάφο του Αγίου Δημητρίου, διότι μέσα σ’ αυτό ερρίφθη το σώμα του Αγίου, για να καταστραφεί και να εξαφανιστεί από τους ειδωλολάτρες.

Ανά τους αιώνες αναβλύζει συνεχώς αγίασμα, το οποίο αρχικά μεταφερόταν με σωλήνες – αγωγούς στις κόγχες της Κρύπτης, σε ειδικές μαρμάρινες λεκάνες, μέχρι της εμφανίσεως του μύρου. Σήμερα το αγίασμα διοχετεύεται σε ειδική μαρμάρινη κρήνη (βρύση) που υπάρχει αριστερά του φρέατος, για ευλογία και αγιασμό των ευλαβών προσκυνητών.

Το Παρεκκλήσιο του τάφου

Το παρεκκλήσιο του τάφου του Αγίου Δημητρίου είναι κτίσμα δημοσίου λουτρού της ρωμαικής εποχής που κατεδαφίστηκε κατά την ανέγερση του ναού. Εδώ μεταφέρθηκε ο τάφος του Αγίου Δημητρίου, ο οποίος αρχικά βρισκόταν κάτω από την Αγία Τράπεζα στο Ιερό Βήμα.

Αργότερα, πιθανότατα για λόγους λειτουργικότητας του χώρου, για να εξυπηρετούνται οι ανάγκες των πιστών που ήθελαν να προσκυνούν τον τάφο του Μάρτυρος, μεταφέρθηκε στο κιβώριο στο κεντρικό κλίτος και στη συνέχεια, όταν ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί, στο σημείο που βρίσκεται σήμερα.

Κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας ο χώρος ήταν υπό τον έλεγχο των Τούρκων και όσοι Χριστιανοί πήγαιναν να προσκυνήσουν πλήρωναν πάντοτε για να τους επιτραπεί η προσκύνηση.

Το Κιβώριο

Στη μέση του ναού, κοντά στην αριστερή κιονοστοιχία του κεντρικού κλίτους, βρισκόταν ένα εξαγωνικό κιβώριο* –υπάρχουν αποτυπώματα στο δάπεδο – όπου μετά από ενύπνια και οράματα ευσεβών Θεσσαλονικέων, δημιουργήθηκε η πίστη ότι κάτω κάτω από αυτό βρισκόταν το “Πανάγιο λείψανο” του Μεγαλομάρτυρος Αγίου Δημητρίου. Καταστράφηκε από επιδρομή των Σαρακηνών το 904 μ.Χ., όπως και ο τάφος του Αγίου από τους Νορμανδούς το 1118. Σήμερα έχει κατασκευαστεί νέο μαρμάρινο κιβώριο, εντός του οποίου βρίσκεται η περικαλλής αργυρά λάρνακα με τα Χαριτόβρυτα λείψανα του Αγίου Δημητρίου, τα οποία αποτελούν πηγή ευλογίας, θαυμάτων και ευεργεσιών όχι μόνο για τους ευσεβείς Θεσσαλονικείς, αλλά και για όλους τους προσκυνητές του Μεγαλομάρτυρος Αγίου Δημητρίου του Μυροβλήτου.

Αποτελεί το σημαντικότερο, πολυτιμότερο και ιερότερο σημείο του προσκυνήματος στον Ι.Ναό.

* είναι η μαρμάρινη εξαγωνική κατασκευή όπου φυλάσεται η λάρνακα με τα ιερά λείψανατου Αγίου Δημητρίου. Κιβώριο, επίσης, σε διαφορετική μορφή, υπάρχει πάνω από το φρέαρ του αγιάσματος, στην Ωραία Πύλη, και στο κέντρο της κρύπτης.

Το παρεκκλήσιο του Αγίου Ευθυμίου

Στο νοτιοανατολικό τμήμα του εγκάρσιου κλίτους, δεξιά του ιερού βήματος, είναι το παρεκκλήσιο του Αγίου Ευθυμίου. Ανήκει στο τέλος του 13ου αιώνα , με κύρια χαρακτηριστικά του, εκτός από την αρχιτεκτονική του, και τον θαυμάσιο αγιογραφικό διάκοσμο, δείγμα της αναγεννήσεως της εποχής των Παλαιολόγων στη Θεσσαλονίκη.

Σύμφωνα με βάσιμες απόψεις, τις τοιχογραφίες του παρεκκλησίου φιλοτέχνησε ο περίφημος Θεσσαλονικέας αγιογράφος Μανουήλ Πανσέληνος. Οι τοιχογραφίες έγιναν το 1303 και παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες με εκείνες του Πρωτάτου των Καρυών του Αγίου Όρους, που έγιναν από τον Πανσέληνο στο χρονικό διάστημα από το 1282 μέχρι το 1328.

Επιγραφή που υπάρχει κατά μήκος του βορείου τοίχους αποδίδει την ανακαίνιση και τοιχογράφηση του ναϊδρίου σε χορηγία του πρωτομάστορος Μιχαήλ και της συζύγους του, η οποία καταγόταν από το γένος των Κομνηνών

Πηγές