Από Σωτήρης Δημόπουλος

Σκοπός μου ήταν να ξεκινήσω από τον Άθω και να φτάσω μέχρι τα κοπτικά μοναστήρια της Άνω Αιγύπτου, για να κάνω αυτό που άλλοι ταξιδιώτες, εκείνοι που θα ακολουθήσουν μετά από μένα, δεν θα μπορέσουν να κάνουν.

taxidi_sti_skia_tou_vizantiouΑυτά έγραφε ο Ουίλιαμ Νταλρίμπλ πριν από σχεδόν δύο δεκαετίες, με προφητική διαίσθηση, που πήγαζε από τη διαύγεια των επιτόπιων διαπιστώσεών του. Εφοδιασμένος με εξαιρετικές σπουδές και ακατάβλητη αποφασιστικότητα, ο Σκωτσέζος περιηγητής, σε πολύ νεαρή ηλικία, επιχείρησε ένα ταξίδι στο χώρο και στο χρόνο, αψηφώντας τους υπαρκτούς κινδύνους και πετυχαίνοντας το στόχο του. Να διασώσει, δηλαδή, στην παγκόσμια ιστορική μνήμη, τα απομεινάρια του χριστιανικού κόσμου εκεί που υπήρξε, ακριβώς, η κοιτίδα του. Ένα ταξίδι στην Αντιόχεια, στην Έδεσσα, στο Τουρ Αμπντίν, στο Χαλέπι, στη Δαμασκό, στη Βηρυτό, στην Ιερουσαλήμ, στην Αλεξάνδρεια, στην έρημο της Άνω Αιγύπτου. Στους τόπους που γεννήθηκε και άνθισε ο μοναχισμός κι ο ασκητισμός, εκεί που συναντήθηκε η ανατολή με το ελληνικό πνεύμα. Ένα βιβλίο που θα έπρεπε να διαβάσουν, σήμερα, όσοι στη Δύση προχωρούν σε μια ακόμη αφροσύνη, απειλώντας να δώσουν, ταυτόχρονα, τη χαριστική βολή στη χριστιανική παρουσία δύο χιλιάδων ετών. Και, πρωτίστως, να (ξανα)διαβάσουν οι Έλληνες. Όχι, όμως, ως νοσταλγικό αφήγημα ενός προικισμένου περιηγητή. Αλλά ως αφυπνιστική πρόκληση προς έναν λαό που, πνευματικά ναρκωμένος, δεν αντιλαμβάνεται τις ευθύνες του απέναντι στην πολιτισμική του κληρονομιά.

Ο Νταλρίμπλ ξεκίνησε από το Άγιο Όρος με οδηγό το «Λειμωνάριο», που συνέγραψε ο μοναχός Ιωάννης Μόσχος, με τη συνοδεία του Σοφρωνίου του σοφιστή, μετέπειτα πατριάρχη Ιεροσολύμων, και στο οποίο περιγράφει όσα είδε και έζησε κατά την περιήγησή του, που πραγματοποίησε μετά το 587. Σκοπός τους ήταν «να συλλέξουν τη σοφία των πατέρων της ερήμου –των σοφών και των μυστών της Ανατολής- πριν καταρρεύσει και χαθεί ο εύθραυστος κόσμος τους» (σελ. 26), όταν ακόμη «η Ανατολική Μεσόγειος εξακολουθούσε να είναι το πλουσιότερο, πολυπληθέστερο και πιο πολιτισμένο κομμάτι της Μεσογείου» (σελ. 33)

Το «Λειμωνάριο» ακολούθησε κι ο σύγχρονος περιηγητής και κατέγραψε ό,τι συνάντησε. Επιδίωξε δε, όσα αντίκρισε, να τα κατανοήσει με μια εσωτερική θέαση, εγγύτερα στο βυζαντινό άνθρωπο, κι όχι από τη σκοπιά του σύγχρονου δυτικού. Όπως γράφει με αφορμή το χώρο, κοντά στην Αντιόχεια, που ο Συμεών ο στυλίτης ασκήθηκε στην απόλυτη εγκράτεια: «Μπροστά στη βάση ενός στύλου συνειδητοποιείς ότι, εκείνο που είχε συγκινήσει τόσο βαθιά τις γενιές του παρελθόντος, σήμερα μπορείς ίσως να το κρυφοκοιτάξεις μόνο με τα μάτια της πίστης, ενώ την ίδια στιγμή, ιδωμένο μέσα από το αδυσώπητο και στρεβλωτικό μικροσκόπιο του σκεπτικιστικού δυτικού ορθολογισμού, παραμένει κάτι ανεξήγητο και γελοίο» (σελ. 90). Η αλήθεια είναι ότι τελικά συνυπάρχουν κι οι δύο προσεγγίσεις. Προς ικανοποίησιν, ίσως, και του δυτικού αναγνώστη, ο οποίος συνεχίζει να έλκεται από ανεκδοτολογικές αφηγήσεις για την Ανατολή.

Σημαντική είναι, όμως, και η συμβολή του βιβλίου στην καταγραφή και αποτύπωση της κατάστασης του χριστιανικού πληθυσμού, που ακόμη επιβίωνε τη δεκαετία του 1990 στις περιοχές που επισκέφθηκε. Κατάσταση που περιγράφεται με μελανά χρώματα, για έναν ολόκληρο κόσμο που χάνεται, έχοντας συνείδηση της επικείμενης απώλειάς του, αλλά που εντούτοις επιμένει, σε πείσμα όλων των δυνάμεων που επιδιώκουν την εξόντωσή του. Διότι οι άλλοτε ακμαίες χριστιανικές κοινότητες είτε βρίσκονταν υπό διωγμόν, ανοιχτό όπως στην Τουρκία ή κεκαλυμμένο όπως στο Ισραήλ και στην Αίγυπτο, είτε σε παρακμή, με ραγδαίους ρυθμούς μετανάστευσης.

Εκκινώντας από τη νότια, σήμερα, Τουρκία, ο Νταλρίμπλ διεπίστωσε με τι ταχύτητα και τι δόλια μεθοδικότητα εξαφανίζονται οι μαρτυρίες της χριστιανικής παρουσίας στη χώρα. Ναοί –αρμενικοί, ελληνικοί, συρορθόδοξοι– μετατρέπονται σε μουσουλμανικά τεμένη ή αφήνονται να καταλήξουν σε σωρούς ερειπίων. Η βάναυση επίθεση στην ιστορική μνήμη έρχεται να ολοκληρώσει την εξόντωση και εκδίωξη των χριστιανών, μετά τις γενοκτονίες των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα. Χωρίς αναστολές, το τουρκικό κράτος εξαφανίζει ακόμη και τις πλάκες από τα νεκροταφεία με τα χριστιανικά, ιδιαίτερα αρμενικά, ονόματα. Ο συγγραφέας, βέβαια, δίνει μια εξιδανικευμένη εικόνα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, επαναλαμβάνοντας τα κλισέ για τον πολυπολιτισμικό της χαρακτήρα. Πάντως, επιλέγει να το χρησιμοποιήσει ώστε να ενταθεί η αντίθεση με τη γενοκτονική πολιτική της κεμαλικής Τουρκίας.

Στην άλλοτε φημισμένη Αντιόχεια (Αντάκια), εκεί που πρωτοπήραν το όνομά τους οι χριστιανοί, σήμερα τίποτε δεν θυμίζει την τρίτη μεγαλύτερη πόλη του Βυζαντίου και για ένα σύντομο διάστημα πρωτεύουσα του Ιουλιανού του Παραβάτη. Εκεί που αγόρευε ο Λιβάνιος, στην πόλη του Ιωάννη του Χρυσοστόμου και του Θεοδώρου Μοψουεστίας, εκεί που ο Θεόδωρος ο Ταρσεύς μελέτησε τις Γραφές «που αργότερα ερμήνευσε στους Αγγλοσάξονες, όταν εξελέγη έβδομος αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπερι» (σελ. 82), ή που έζησε ο Άγιος Συμεών ο Στυλίτης, «μια χούφτα χριστιανοί που έχουν απομείνει στην Αντιόχεια έχουν σοβαρότερα προβλήματα απ’ τα ερείπια ενός ξεχασμένου ερημίτη» (σελ. 87). Διακόσιες οικογένειες χριστιανών έχουν απομείνει, καθώς χιλιάδες άλλοι μετανάστευσαν εξ ανάγκης στη Συρία ή στη Δύση. «όπως συνέβη και με τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, οι μόνοι που είχαν μείνει ήταν οι πιο φτωχοί κι οι πιο ηλικιωμένοι» (σ. 92).

Η ίδια εικόνα και στην Έδεσσα (Ούρφα), όπου βρισκόταν ένα από τα σπουδαιότερα πανεπιστήμια του Βυζαντίου και οι αίθουσες διδασκαλίας ήταν τόπος γόνιμης ανταλλαγής ιδεών (σ. 98).

Συνεχίζοντας το ταξίδι του, ο Νταλρίμπλ εισέρχεται στην περιοχή των Κούρδων, σε περίοδο έξαρσης του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα που διεξάγει το ΡΚΚ εναντίον του τουρκικού κράτους και των συνεργατών του. Και γι’ αυτό η πορεία του στα βουνά ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη, με την κρατική ασφάλεια και το στρατό να τον ακολουθούν κατά πόδας. Και παντού, όπου είχαν απομείνει χριστιανοί, το ίδιο κλίμα φόβου και τρομοκρατίας. Έως και πριν έναν αιώνα εκεί ήκμαζε το θρησκευτικό κέντρο των συρορθόδοξων. Στα τέλη του 19ου αιώνα, σε αυτά τα μέρη διαβιούσαν ακόμη διακόσιες χιλιάδες συρορθόδοξοι. Το πατριαρχείο τους βρισκόταν στο Ντερ ελ-Ζαφεράν, στην περιοχή Τουρ Αμπντίν, όπου σε «τριακόσια μοναστήρια συνέχιζε να τελείται η παλιά λειτουργία της Αντιόχειας σε αραμαϊκή γλώσσα» (σ. 131). Μετά τους βίαιους εκτοπισμούς του πληθυσμού, ο Κεμάλ εκδίωξε, το 1924, και το συρορθόδοξο Πατριάρχη, ο οποίος κατέφυγε στη Δαμασκό. Το 1978, το τουρκικό κράτος έκλεισε το αραμαϊκό σχολείο της μονής, δίνοντας το τελειωτικό κτύπημα. Όταν γραφόταν το βιβλίο, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, δεν είχαν απομείνει ούτε εννιακόσιοι συρορθόδοξοι και δεκαπέντε μοναχοί και μοναχές στις πέντε σωζόμενες μονές! Την ίδια αντιμετώπιση είχαν και οι ελληνορθόδοξοι Σύριοι, όπως πληροφορείται ο συγγραφέας κατά την επίσκεψή του στη περίφημη μονή του Μαρ Γκάμπριελ, κτισμένη το 512 από τον αυτοκράτορα Αναστάσιο. Χαμένα σχεδόν τα ίχνη του λαμπρού της παρελθόντος και στη Νίσιβι (Νισιμπίν). Μια πόλη που στάθηκε άλλοτε πνευματικό κέντρο των Περσών χριστιανών και της νεστοριανής εκκλησίας, και με ένα λαμπρό πανεπιστήμιο, απ’ όπου «τα έργα του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα ταξίδεψαν στην Κόρδοβα των Μαυριτανών, για να φτάσουν κάποτε στα νεότευκτα πανεπιστήμια της Μεσαιωνικής Ευρώπης» (σελ. 193). Σήμερα, δεκάδες χιλιάδες νεστοριανοί έχουν εγκαταλείψει το Ιράκ, όπου σχεδόν δεν υπάρχει πλέον χριστιανικός πληθυσμός, προς δόξαν και πάλι της «ευφυούς» στρατηγικής της χριστιανικής Δύσης. Όσοι δεν κατέφυγαν στην Ευρώπη και στην Αμερική, παρέμειναν στη Συρία.

Η Συρία, που όπως καταγράφεται στο οδοιπορικό του Νταλρίμπλ (Χαλέπι, Κύρρος, Σερζίλα, Χομς –Έμεσα, πατρίδα του Ρωμανού του μελωδού-, μονή Σεϊντάια με εκκλησίασμα σχεδόν αποκλειστικά μουσουλμάνους, Δαμασκός) παρά την αυταρχικότητα του καθεστώτος (τότε) του Χαβέζ αλ Άσαντ, η ανοχή στις διάφορες θρησκευτικές κοινότητες ήταν η μεγαλύτερη σε όλη την Εγγύς Ανατολή –μαζί με αυτή του Λιβάνου. Όπως είπε ο, τότε, συρορθόδοξος μητροπολίτης Χαλεπίου Γκρεγκόριο, «αν δεν υπήρχε η Συρία, θα ’μασταν τελειωμένοι. Πραγματικά. Είναι ένα άσυλο, ένα καταφύγιο για όλους τους χριστιανούς. για τους νεστοριανούς και τους Χαλδαίους, που εκδιώχθηκαν απ’ το Ιράκ, τους συρορθόδοξους και τους Αρμένιους, που εκδιώχθηκαν απ’ την Τουρκία, ακόμη και για μερικούς Παλαιστίνιους χριστιανούς που έφτασαν απ’ τους Αγίους Τόπους, διωγμένοι από τους Ισραηλινούς» (σελ. 211). Πράγματι, οι χριστιανοί έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο τόσο στον αγώνα κατά της αποικιοκρατίας όσο και στη συγκρότηση ενός κοσμικού κράτους. Αναφέρουμε, για παράδειγμα, τον Μισέλ Άφλακ, ιδρυτικό στέλεχος του Μπάαθ, ή τον Φάρις αλ-Χούρι, που διετέλεσε πρωθυπουργός. Και η συνεργασία τους με τους αλεβίτες –τους οποίους οι ακραίοι σουνίτες αποκαλούν υποτιμητικά νουσαϊρίτες, δηλαδή μικρούς χριστιανούς– που ανήκει η οικογένεια Άσαντ, έχει βαθιές ρίζες. Όπως θα το διατυπώσει ο καθηγητής Σαλίμπι, στη Βηρυτό, «οι Άραβες χριστιανοί είναι που κάνουν τον αραβικό κόσμο ‘‘αραβικό’’ αντί για ‘‘μουσουλμανικό’’. […] Το γεγονός ότι, οι περισσότεροι από τους θεμελιωτές του κοσμικού αραβικού εθνικισμού ήταν χριστιανοί, δεν είναι μια απλή σύμπτωση». Τι επιδιώκουν, λοιπόν, σήμερα, όσοι συντάσσονται με τα παρακλάδια της Αλ-Κάιντα, τα μεσαιωνικά εμιράτα και την Τουρκία, εξυπηρετώντας(;) τις επιδιώξεις του Ισραήλ στη Μέση Ανατολή; Έχουν έστω και κατ’ ελάχιστον αναλογιστεί το ζοφερό τοπίο που θα ξεφυτρώσει από τις φλόγες των βομβών τους; Συνιστά τραγική ειρωνεία, το δίχως άλλο, ο ρόλος που αναλαμβάνουν οι σύγχρονοι απόγονοι των σταυροφόρων…

Το οδοιπορικό του ταξιδιού «στη σκιά του Βυζαντίου» συνεχίζεται, μετά τη Συρία, στον Λίβανο. Εκεί, όπου η κυριότερη χριστιανική κοινότητα, οι μαρωνίτες, έχουν την κύρια ευθύνη για τον πολυετή εμφύλιο, που σπαράσσει το πολύπαθο αυτό κράτος. Απόγονοι των οπαδών του μονοθελητισμού, που υποστήριξε ο αυτοκράτορας Ηράκλειος για να συμφιλιώσει ορθόδοξους και μονοφυσίτες και να ενώσει τη διχασμένη αυτοκρατορία, τελικά οδηγήθηκαν στην απομόνωση. Αιώνες αργότερα, ήλθαν σε επαφή με τους σταυροφόρους και συνδέθηκαν με τη Δύση. Τελικώς, το 1920, η Γαλλία δημιουργεί το κράτος του Μεγάλου Λιβάνου, ακριβώς γι’ αυτήν τη θρησκευτική μειονότητα. Η δράση όμως των οργανώσεων των μαρωνιτών εναντίον των υπόλοιπων κατοίκων του Λιβάνου, αλλά ιδιαίτερα εναντίον των Παλαιστινίων προσφύγων, μουσουλμάνων και χριστιανών, μετά τις διώξεις του Ισραήλ, ήταν απάνθρωπη. Οι σφαγές στα στρατόπεδα Σάμπρα και Σατίλα από τους φαλαγγίτες μαρωνίτες, υπό την καθοδήγηση των Ισραηλινών, καταγράφεται ως ένα από τα επαχθέστερα εγκλήματα. Κι όμως, μέσα από τους κόλπους των μαρωνιτών είχε εμφανιστεί ένα από τα πιο ευαίσθητα πνεύματα της Μέσης Ανατολής, ο «μυστικός» ποιητής Χαλίλ Γκιμπράν…

Τα όσα είδε, έκαναν τον Νταλρίμπλ να προσευχηθεί επάνω στο τάφο του Ιωάννη Μόσχου, στη μονή του Αγίου Θεοδοσίου, κοντά στη Βηθλεέμ, και για «τους τρομαγμένους Σύρους χριστιανούς του Μαρ Γκάμπριελ, τους Αρμένιους στο Χαλέπι και τους Παλαιστίνιους χριστιανούς στο στρατόπεδο Μαρ Ελιάς» του Λιβάνου (σελ. 400).

Και στο Ισραήλ, η εικόνα για το χριστιανικό πληθυσμό αποτυπώθηκε ως απελπιστική. Οι Παλαιστίνιοι χριστιανοί απέμειναν, τη δεκαετία του 1990, μόλις 170 χιλιάδες, ενώ οι πρόσφυγες ξεπερνούσαν τις 400 χιλιάδες! Στην παλιά πόλη της Ιερουσαλήμ, ενώ το 1922 ο πληθυσμός της ήταν σε ποσοστό πενήντα δύο τοις εκατό χριστιανικός, έφθασαν να αποτελούν κάτι λιγότερο από το δυόμισι τοις εκατό. Το ισραηλινό κράτος μεροληπτεί απροκάλυπτα εις βάρος του χριστιανικού στοιχείου και των χριστιανικών μνημείων, ενώ φανατικοί Εβραίοι χαρεντίμ, όπως και ακραίοι μουσουλμάνοι, καταστρέφουν χριστιανικά ιερά και βιαιοπραγούν εναντίον των χριστιανών. Όπως, λοιπόν, συμπεραίνει ο Νταλρίμπλ, υπάρχει ο κίνδυνος, «χωρίς τον ντόπιο χριστιανικό πληθυσμό, τα σημαντικότερα προσκυνήματα του χριστιανικού κόσμου να μετατραπούν σε απλά μουσειακά κομμάτια, που θα συντηρούνται μόνο για να ικανοποιούν την περιέργεια των τουριστών» (σελ. 441).

Το ταξίδι ολοκληρώνεται, όπως και αυτό του Ιωάννη Μόσχου πριν από περίπου 1400 χρόνια, στην Αίγυπτο: Στην Αλεξάνδρεια, στη Μονή του Αγίου Αντωνίου, του ιδρυτή του χριστιανικού μοναχισμού, στην Όαση της Χάργκα, στην κοπτική νεκρόπολη της Μπαγκαουάτ. Κι εδώ, η άνοδος του ακραίου Ισλάμ, ιδιαίτερα στην Άνω Αίγυπτο, εκδηλωνόταν με την ενίσχυση της Γκαμάα αλ-Ισλαμίγια και τις επιθέσεις της τελευταίας εναντίον των σε απόγνωση κοπτών. Είναι συγκλονιστική η στάση των κοπτών ιερωμένων και κατοίκων, που αποφεύγουν να μιλήσουν, από φόβο για τις εναντίον τους δολοφονικές επιθέσεις και τις ανατινάξεις των ναών τους. Όπως είπε ο γερο-κόπτης, στο προάστιο Έιν Σαμς του Καΐρου, εκεί όπου πρόσφατα όχλος ακραίων ισλαμιστών είχε επιτεθεί εναντίον της κοπτικής εκκλησίας, σκοτώνοντας και τραυματίζοντας άγνωστο αριθμό πιστών: «Δεν θα μας κάνει καλό ν’ αρχίσουμε να διαλαλούμε τα προβλήματά μας. Οι χριστιανοί της Ευρώπης δεν πρόκειται να βοηθήσουν. Κανείς δεν πρόκειται να μας βοηθήσει. Γι’ αυτό καθόμαστε ήσυχοι. Δεν έχουμε άλλη επιλογή∙ πρέπει να προσπαθήσουμε να συνυπάρξουμε» (σελ. 603).

Τα γεγονότα στην Αίγυπτο, τα δύο τελευταία χρόνια, αποδεικνύουν το μέγεθος της νοσηρής ατμόσφαιρας που είχε για χρόνια καλλιεργηθεί και που τόσο παραστατικά κατέγραψε ο Νταλρίμπλ. Αποδεικνύουν επίσης την ολότελα λανθασμένη πολιτική της Δύσης, η οποία φέρει τεράστιες ευθύνες για την τραγική εικόνα της Εγγύς Ανατολής, το μαρτύριο του χριστιανικού στοιχείου, την ενδυνάμωση των ακραίων στοιχείων. Και, δυστυχώς, αυτά που συμβαίνουν στη Συρία και για τη Συρία, δεν μπορούν παρά να μας γεμίζουν απαισιοδοξία για το αύριο…

Δημοσιεύθηκε στο περιδικό «Άρδην» τεύχος 94, Οκτώβριος 2013

***

Ο Ουίλιαμ Νταλρίμπλ στην Ιερά Μονή του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου. Οκτώβριος 1994.

Από ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

20121027_mar_saba_monastery_001_5D3_2683

Το μοναστήρι του Μαρ Σάμπα βρίσκεται δέκα μίλια μακριά από εκείνο του Αγίου Θεοδοσίου, λίγο βορειότερα της Νεκράς Θάλασσας. Γύρω από τον Άγιο Θεοδόσιο το έδαφος εξακολουθεί με προθυμία να δίνει καρπούς και τα ελαιόδεντρα ορθώνονται με φόντο τις πεζούλες που ’ναι βαθιά χαραγμένες πάνω στις σκληρές, λευκές λοφοπλαγιές. Προχωρώντας όμως προς τ’ ανατολικά, οι καλλιέργειες αρχίζουν να υποχωρούν.

Το χώμα γίνεται όλο και λιγότερο εύφορο, τα λαγκάδια πιο βαθιά, τα χωριά φτωχότερα. Ο ταξιτζής με προειδοποίησε ότι μπαίνουμε σε περιοχή της Χαμάς και σκέπασε το μισό παρμπρίζ με μια παλαιστινιακή κουφίγια, για να μη μας περάσουν για ισραηλινούς εποίκους και μας λιθοβολήσουν οι ντόπιοι σαμπάμπ.

Αφήνοντας πίσω μας το τελευταίο χωριό, μπήκαμε στην έρημο, στο LOCUS HORRENDAE ET VASTAE SOLITUDINIS της Βίβλου. Κάτω απ’ τα πόδια μας οι γυμνοί λόφοι από σχιστόλιθο κατηφόριζαν προς το χαμηλότερο σημείο της γης, τη Νεκρά Θάλασσα, μια σταγόνα από υδράργυρο που τρεμόπαιζε στο βάθος. Μπροστά μας, σε αρκετά μεγάλη απόσταση, ένα βαθύ ουάντι σχημάτιζε το φόντο για δυο μικρά, ορθογώνια βυζαντινά φυλάκια που υψώνονταν κάθετα στο χείλος του. Από την κορφή του λόφου η θέα απλωνόταν σ’ ένα τοπίο σαράντα μιλίων. Εκείνα τα δυο φυλάκια ήταν τα μοναδικά χτίσματα που διακρίνονταν στον ορίζοντα.

Μόνο τη στιγμή που περνούσαμε κάτω απ’ τις πολεμίστρες του κοντινότερου πύργου αποκαλύφτηκε στα μάτια μας το μεγάλο μοναστήρι που ήταν κρυμμένο σε μια απάνεμη γωνιά, προστατευμένο πίσω απ’ τους κατακόρυφους βράχους της χαράδρας. Οι δυο πύργοι συνδέονται μ’ ένα οδοντωτό τείχος, που με μια έντονη κυκλοτερή κίνηση βουλιάζει για να περιβάλει το μεγάλο μοναστηριακό συγκρότημα με τους τιρκουάζ θόλους και τους τρούλους, τα μπαλκόνια και τις σπηλιές-κελιά, τα σκαλοπάτια και τις εξέδρες, στηριγμένα όλα πάνω σε στενές προεξοχές τεχνητών βράχων, που είναι φτιαγμένοι από βαριά, βαθμιδωτά αντιτειχίσματα. Παρά το συμπαγή, πέτρινο όγκο του, η παράλογη ανέγερσή του σ’ ένα φαράγγι στη μέση της ερήμου κάνει το μοναστήρι να μοιάζει με εικόνα φανταστική -χιμαιρική σχεδόν-, σαν ένα από εκείνα τα κάστρα των παιδικών παραμυθιών, που λες ότι θα εξαφανιστούν μόλις ανοιγοκλείσεις τα βλέφαρά σου.

Την εποχή του Ιωάννη Μόσχου, στην έρημη γη της Ιουδαίας συνωστίζονταν τόσοι μοναχοί και μοναστήρια, που, σύμφωνα με κάποιο χρονικογράφο, «η έρημος είχε γίνει πόλη». Παρ’ όλα αυτά, από τα εκατόν πενήντα μοναστήρια που ιδρύθηκαν κατά τη διάρκεια της βυζαντινής διοίκησης, μόνο έξι κατοικούνται, κι απ’ αυτά μόνο ένα -το μοναστήρι του Μαρ Σάμπα- εξακολουθεί να στεγάζει αρκετούς καλόγερους, ώστε δικαίως να θεωρείται ζωντανή μοναστική κοινότητα. Από τότε που θεμελιώθηκε, στα τέλη του πέμπτου αιώνα, μέχρι σήμερα κατοικείται χωρίς διακοπή. Μετά το δεκαπενθήμερο χάσμα που διαδέχτηκε τη σφαγή των μοναχών από τους Πέρσες το 614 μ.Χ. -η ίδια επιδρομή ερήμωσε και τον Άγιο Θεοδόσιο-, η Θεία Λειτουργία ψάλλεται στο πέτρινο εκκλησάκι του Αγίου Σάββα κάθε πρωί, εδώ και 1.380 χρόνια. Όπως και στον Άγιο Θεοδόσιο, οι νεκροκεφαλές εκατοντάδων μοναχών που δολοφονήθηκαν από τους Πέρσες, αλλά κι εκείνων που έχασαν τη ζωή τους από τους Βεδουίνους, που στη συνέχεια ανέλαβαν το πλιάτσικο, είναι ευλαβικά φυλαγμένες στην εκκλησία της μονής, στοιβαγμένες σε τακτικές σειρές, με την ίδια φυσικότητα που άλλα μοναστήρια θα στοίβαζαν τα βιβλία των ψαλμών.

Ο Μαρ Σάμπα -δεν άργησα να το διαπιστώσω- εξακολουθεί να είναι το αυστηρότερο μοναστήρι. Οι μοναχοί ξυπνούν στις δύο το πρωί και ψάλλουν τη λειτουργία που διαρκεί πέντε ώρες, μέχρι που πάνω απ’ το εικονοστάσι της εκκλησίας αρχίζει να χαράζει η μέρα. Έπειτα οι αδερφοί αναπαύονται μέχρι τις έντεκα, οπότε και τρώνε το μοναδικό γεύμα της μέρας: ψωμί (ψήνεται μία φορά τη βδομάδα και διατηρεί τη γεύση του για τρεις μέρες, αλλά έπειτα γίνεται όλο και πιο σκληρό και μπαγιάτικο), αραιή σούπα, βραστά λαχανικά και σκληρή φέτα. Δεν τρώνε κρέας και την πολυτέλεια του ψαριού και του λαδιού (για τα λαχανικά) την επιτρέπουν στους εαυτούς τους μόνο τις Κυριακές και τις γιορτές. Μετά το γεύμα αποσύρονται στα κελιά τους για το υπόλοιπο της μέρας, βγαίνοντας μόνο για να ψάλλουν τον Εσπερινό και την τελευταία προσευχή της μέρας, σε καθορισμένες πάντα ώρες.

Αν το μοναστήρι του Μαρ Σάμπα ξεχωρίζει σήμερα κυρίως για τη φοβερή αυστηρότητα του ασκητισμού του, κάποτε ξεχώριζε για τους διανοουμένους του και, παρά την υπερβολική του απομόνωση, δεν έπαυε να αποτελεί ένα από τα βυζαντινά εργοστάσια παραγωγής πνευματικού και φιλοσοφικού έργου. Όταν ο αγγλοσάξονας προσκυνητής Άγιος Ουίλιμπαλντ επισκέφτηκε το μοναστήρι στις αρχές του ογδόου αιώνα, σχολίασε το γεγονός ότι όλοι οι μοναχοί ήταν απασχολημένοι αντιγράφοντας χειρόγραφα και συνθέτοντας ύμνους και ποιήματα. Μεταξύ των συλλογών μεσαιωνικών χειρογράφων, η βιβλιοθήκη του μοναστηριού -που τώρα φυλάσσεται στο μέγαρο του Ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου στην Ιερουσαλήμ- σχεδόν δεν έχει ανταγωνισμό, όσον αφορά το εύρος και το ειδικό ενδιαφέρον των περιεχομένων της, καθώς και τον αριθμό των γλωσσών που αντιπροσωπεύονται. Εξάλλου, είναι εμφανής η εξαιρετική ποιότητα που χαρακτηρίζει τα προϊόντα της αντιγραφής και της καλλιγραφίας που προέρχονται από το εργαστήριο του Μαρ Σάμπα.

Εδώ έγραψε ο Κύριλλος ο Σκυθοπολίτης την Ιστορία των μοναχών της Παλαιστίνης, ένα ασυνήθιστα κριτικό και ευφυές αγιογραφικό κείμενο. Η υμνογραφία στον Άγιο Σάββα -με έργα μεταξύ άλλων και του Ρωμανού του Μελωδού- ήταν, σύμφωνα με το σπουδαίο βυζαντινολόγο Μπρεγιέ, «η πιο αυθεντική έκφραση της ποιητικής μεγαλοφυΐας των Ελλήνων των μέσων χρόνων». Επιπλέον, σ’ ένα κελί του Μαρ Σάμπα ήταν που έγραψε ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός το περίφημο έργο του Πηγή γνώσεων, ίσως το πιο σύνθετο και εγκυκλοπαιδικό θεολογικό κείμενο που γεννήθηκε στο χριστιανικό κόσμο μέχρι την εποχή του Θωμά του Ακινάτη. Άλλωστε, ο Ακινάτης είχε επηρεαστεί βαθιά από τη θεολογία του Ιωάννη και ο ίδιος έγραψε ότι κάθε μέρα, κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής του, διάβαζε λίγες σελίδες από το έργο του Ιωάννη Δαμασκηνού.

Ωστόσο, το εύρος των ενδιαφερόντων που κάλυπτε η συλλογή χειρογράφων του μοναστηριού και η πολυμάθεια του Ιωάννη Δαμασκηνού βρίσκουν ίσως τη θεαματικότερη έκφρασή τους σ’ ένα από τα πιο ασυνήθιστα προϊόντα τους, το Βαρλαάμ και Ιωάσαφ, μια ινδική ιστορία του Βούδα που ξαναδουλεύτηκε για να γνωρίσει τη χριστιανική εκδοχή της, ενώ αργότερα μεταφράστηκε από τα ελληνικά και στα λατινικά και κυκλοφόρησε ευρέως στη Δύση. Μιλώντας όμως στους σημερινούς αδερφούς του Μαρ Σάμπα, δεν θα μπορούσες να μαντέψεις τίποτε απ’ όλα αυτά.

«Εσείς λοιπόν είστε συγγραφέας, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο αμπούνα Θεοφάνης εκείνο το βράδυ μετά τον Εσπερινό, όταν μου έφερε το δείπνο μου πάνω σ’ ένα δίσκο. «Εγώ έχω σταματήσει να διαβάζω βιβλία».

«Α, ναι;»

«Η Θεία Λειτουργία περιέχει όλα τα κείμενα που χρειάζομαι. Όταν έχεις διαβάσει το Λόγο του Θεού, όλα τ’ άλλα σου φαίνονται πληκτικά».

«Λένε ότι τα βιβλία είναι σαν την τροφή», επισήμανε ο αμπούνα Ευδόκιμος, ο αναπληρωτής αρχιμανδρίτης• «δίνουν τροφή στο μυαλό».

«Μα πάτερ», είπε με σιγανή φωνή ο Θεοφάνης, «οι μοναχοί πρέπει να προσπαθούν να τρώνε όσο γίνεται λιγότερο

Είχε σχεδόν σκοτεινιάσει. Καθόμασταν έξω στη βεράντα, παρακολουθώντας το τελευταίο φως της μέρας που λιγόστευε στον ουρανό. Καθώς μιλούσαμε, ο Θεοφάνης έβγαλε ένα κουτί σπίρτα και βάλθηκε ν’ ανάψει δυο παλιές, ταλαιπωρημένες λάμπες θυέλλης. Στον Μαρ Σάμπα δεν υπάρχει ηλεκτρικό ρεύμα.

«Κοίτα εκείνα τα σύννεφα στ’ ανατολικά», είπε ο αμπούνα Ευδόκιμος. «Αύριο μπορεί να βρέξει. Τι λες, Θεοφάνη;»

«Εδώ στην Παλαιστίνη οι βροχές δεν είναι σαν τις βροχές της Ελλάδας», αποκρίθηκε ο άλλος μοναχός. «Εκεί έχουμε μεγάλες βροχές, κανονικά σύννεφα που εκρήγνυνται». Χαμογέλασε ευτυχισμένος σ’ αυτήν την ανάμνηση. «Αχ, οι βροχές της Ελλάδας», είπε, «σου φέρνουν στο νου τον Κατακλυσμό».

«Τι κάνατε στην Ελλάδα πριν γίνετε μοναχός;» ρώτησα το Θεοφάνη.

«Ήμουν αστυνομικός στην Αθήνα», αποκρίθηκε σηκώνοντας τα μάτια του απ’ τις λάμπες, που τους έκοβε τα φιτίλια με τα δάχτυλά του. «Την πρώτη φορά ήρθα εδώ σαν προσκυνητής. Απ’ την πρώτη στιγμή που είδα το μοναστήρι κατάλαβα ότι αυτό είναι το αληθινό μου σπίτι. Επέστρεψα στην Αθήνα, ανακοίνωσα την παραίτησή μου και αποχαιρέτησα τη μητέρα μου. Μια βδομάδα μετά ήμουν πάλι εδώ. Από τότε δεν έχω ξαναφύγει».

«Ποτέ;»

«Γύρισα πίσω μόνο μία φορά- για σαράντα μέρες».

«Ήταν δύσκολο;»

«Μερικές φορές η μητέρα μου έβαζε τα κλάματα. Κατά τ’ άλλα όμως, όχι. Τα πράγματα αλλάζουν πολύ γρήγορα. Με το ζόρι αναγνώρισα την παλιά μου πόλη. Ο λαός μου είχε ξαφνικά πλουτίσει απ’ την ΕΟΚ σας. Υπήρχαν τόσα πολλά καινούργια κτίρια• καινούργια κτίρια και καινούργια εγκλήματα».

«Και δεν σας λείπει τίποτε απ’ την παλιά σας ζωή;»

«Τι να μου λείψει; Εδώ τα έχω όλα».

«Πρέπει όμως να ήταν μεγάλη η αλλαγή απ’ την προηγούμενη δουλειά σας».

«Δεν υπάρχει και μεγάλη διαφορά», αποκρίθηκε ο μοναχός. «Τώρα είμαι ο αστυνόμος της ψυχής μου. Ο δαίμονας κι ο εγκληματίας μοιάζουν πολύ μεταξύ τους- είναι και οι δυο πολύ ηλίθιοι- είναι και οι δυο κολασμένοι».

Τώρα οι λάμπες ήταν αναμμένες και οι φλόγες τους τρεμόπαιζαν, σκορπίζοντας σκιές στη βεράντα και πάνω στο πρόσωπο του Θεοφάνη.

«Πιστεύετε στους δαίμονες;» ρώτησα.

«Βεβαίως. Υπάρχουν στη Βίβλο».

«Κάποιες φορές, την ώρα που προσευχόμαστε, οι δαίμονες κάνουν περίεργους θορύβους», πρόσθεσε ο αμπούνα Ευδόκιμος, που καθόταν ήσυχα στη γωνιά χαϊδεύοντας τη γενειάδα του. «Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν απλώς τα ζώα της ερήμου.

Μετά όμως πρόσεξα ότι οι θόρυβοι ήταν δυνατότεροι όταν προσευχόμουν. Είναι οι δαίμονες που προσπαθούν να μας αποσπάσουν απ’ την προσευχή».

«Κάθε δαίμονας έχει τη δική του προσωπικότητα», είπε ο Θεοφάνης. «Ζουν στην έρημο κι έρχονται στις πόλεις για να κάνουν τους ανθρώπους εγκληματίες και ρωμαιοκαθολικούς».

«Κάνουν θαύματα και ψεύτικες προφητείες», είπε ο Ευδόκιμος.

«Είναι χειρότεροι κι από εγκληματίες», είπε ο Θεοφάνης. «Εδώ όμως, μέσα στα τείχη του Μαρ Σάμπα, είμαστε προστατευμένοι».

«Τι εννοείτε;»

«Ο Άγιος Σάββας είναι ζωντανός. Είναι εδώ και προστατεύει το μοναστήρι του. Το έχω ζήσει».

«Πώς;»

«Πριν από τρία χρόνια, μια χειμωνιάτικη νύχτα που φύσαγε δυνατός αέρας, προσευχόμουν στη σπηλιά μου. Δεν είχα ανάψει λάμπα και ήταν θεοσκότεινα. Καθώς προσευχόμουν, άκουσα βήματα στο διάδρομο. Ήταν ένας μοναχός που

περπατούσε- άκουγα το θρόισμα του ράσου του. Τα βήματα όλο και πλησίαζαν κι έπειτα σταμάτησαν έξω απ’ το κελί μου. Περίμενα να ακούσω τη φωνή του μοναχού αλλά δεν έγινε τίποτε.

«Ξαφνικά, απ’ την αντίθετη κατεύθυνση, άκουσα πολύ καθαρά το θόρυβο από πολλά πόδια που κουτρουβαλούσαν στις σκάλες. Ήταν σαν μανιακοί που κατέβαιναν τρέχοντας τα σκαλοπάτια – θορυβώδη, ακανόνιστα βήματα- πρέπει να ’ταν εννιά ή δέκα από δαύτους, κι όλοι έτρεχαν. Σκέφτηκα: οι Βεδουίνοι θα σκαρφάλωσαν στα τείχη, θα μπήκαν μέσα και τώρα θα θέλουν να μας σκοτώσουν όλους. Πάγωσα πίσω απ’ την πόρτα μου, αλλά δεν συνέβη τίποτε. Πέρασαν πέντε λεπτά. Δεν είχαν μπει ακόμη. Έτσι άνοιξα σιγά σιγά την πόρτα και βγήκα έξω.

«Εκείνη τη νύχτα είχε πανσέληνο. Μπορούσα να δω καθαρά ότι ο διάδρομος ήταν άδειος. Στο μοναστήρι επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Ανέβηκα στον περίβολο κι εκείνη τη στιγμή είδα τη λάμπα του πατέρα Ευδόκιμου να κινείται από τα αποχωρητήρια προς το δωμάτιό του. Έτσι πήγα κοντά του και του είπα: “Πάτερ, έχουν μπει κλέφτες στο μοναστήρι”. Εκείνος ρώτησε: “Είσαι σίγουρος;” Του απάντησα ότι ήμουν. “Εντάξει”, είπε, “θα ψάξουμε μαζί”. Έτσι πήραμε και οι δυο από ένα ραβδί και επί μία ώρα ψάχναμε παντού. Ψάξαμε στην εκκλησία, στους πύργους, μέσα στις πιο βαθιές σπηλιές. Τίποτα. Η πόρτα ήταν ασφαλισμένη και κανείς δεν είχε πηδήξει απ’ τον τοίχο».

«Μόνο μετά από καιρό», είπε ο αμπούνα Ευδόκιμος, «όταν το συζητήσαμε με τον αρχιμανδρίτη, καταλάβαμε τι είχε συμβεί. Τα πρώτα βήματα ήταν του Αγίου Σάββα. Η φασαρία ήταν οι δαίμονες που είχαν έρθει για να κάνουν τον πατέρα Θεοφάνη μασόνο. Ο Άγιος Σάββας ήξερε το σχέδιό τους κι έτσι στάθηκε φρουρός μπροστά στην πόρτα του πάτερα Θεοφάνη. Έπειτα κυνήγησε κι έδιωξε τους δαίμονες».

«Ο διάβολος θα τους κυριεύσει όλους, αν του δοθεί η ευκαιρία», είπε με σοβαρό ύφος ο Θεοφάνης. «Οι άγιοι όμως μας προστατεύουν. Σ’ αυτό το μοναστήρι αισθάνομαι ασφαλής, παρ’ όλο που βρίσκεται στη μέση της ερήμου κι ο τόπος είναι γεμάτος Βεδουίνους. Είμαστε προστατευμένοι».

Ήταν αργά και οι μοναχοί άρχισαν να αποσύρονται στα κελιά τους, κουβαλώντας τις λάμπες τους. Ο Θεοφάνης μου έδειξε το δικό μου και μου υποσχέθηκε να με ξυπνήσει στις δύο για τον ‘Όρθρο.

Οι καμπάνες χτυπούσαν όλη νύχτα, όπως κατάλαβα. Στη μία ένας μοναχός άρχισε να χτυπάει το ξύλινο σήμαντρο, καλώντας τους αδερφούς του να σηκωθούν από τα κρεβάτια τους. Το ξαναχτύπησε στη μιάμιση και στις δύο παρά πέντε. Στις δύο απόλαυσα μια επίδειξη κωδωνοκρουσίας σε πλήρη κλίμακα- τις καμπάνες στο καμπαναριό, συν μία ποικιλία από καμπάνες χειρός, που κάποια τη χτυπούσε έξω απ’ την πόρτα του κελιού μου ο αμπούνα Θεοφάνης. Μόλις όμως επικράτησε και πάλι ησυχία, με ξαναπήρε ο ύπνος και κόντευε πια τέσσερις όταν τελικά κατάφερα να σηκωθώ από το κρεβάτι. Ήταν ακόμη σκοτεινά κι έκανε πολύ κρύο. Ντύθηκα στο φως της λάμπας κι έπειτα βρήκα το δρόμο μέσα απ’ τις άδειες σκάλες και τους διαδρόμους του Μαρ Σάμπα, προς το βαθύ, αυξανόμενο ήχο και τις περιδινήσεις της μοναστικής ψαλμωδίας.

Μέσα στην εκκλησία όλες οι λάμπες ήταν αναμμένες και σκόρπιζαν μια αχνή λάμψη στη βασιλική. Ο θόλος αντηχούσε από τα μοναστικά «Κύριε». Μόνο το περιστασιακό τρίξιμο κάποιου ξύλινου καθίσματος μαρτυρούσε τη θέση των ψαλτών οι ίδιοι οι μοναχοί ήταν αόρατοι μες στα μαύρα τους ράσα, κουρνιασμένοι στους πάγκους της χορωδίας. Κάθε λίγο και λιγάκι ένα ελαφρύ αεράκι στροβίλιζε κάποιον από τους πολυελαίους, αναγκάζοντάς τον να περιστρέφεται ελαφρά, με τις σκιές να τρέχουν γύρω απ’ το εσωτερικό της εκκλησίας και το φως των κεριών να επιστρέφει περιοδικά για να αποκαλύψει τις λεπτομέρειες στις τοιχογραφίες, τα φτερά των αγγέλων και τις μακριές, λευκές γενειάδες των πατέρων της ερήμου. Η ψαλμωδία κύλησε έξω στο στενό φαράγγι, με τον ήχο να ανακλάται στους θόλους και στους τρούλους, για να επιστρέφει δυνατότερος, πολλαπλασιασμένος. Καθισμένος στο πίσω μέρος της εκκλησίας, σκεφτόμουν ότι τον ίδιο ακριβώς ήχο πρέπει να άκουγε κι ο Ιωάννης Μόσχος πριν από χίλια τετρακόσια χρόνια.

Γύρω στις έξι το πρώτο φως άρχισε να γλιστράει μέσα, φωτίζοντας απαλά τον Παντοκράτορα Χριστό στο θόλο. Μισή ώρα αργότερα, με τον ήλιο τώρα να ανατέλλει πάνω απ’ την έρημο, άρχισα να διακρίνω τους ίδιους τους μοναχούς -μαύρες γενειάδες, μαύρα ράσα, κουκούλες, πρόσωπα σκεπασμένα- που ήταν καθισμένοι στα στασίδια τους. Εκείνο που νόμιζα αρχικά ότι ήταν ένα μικρό τραπεζάκι πλάι στο αναλόγιο αποδείχτηκε ότι ήταν ο αμπούνα Ευδόκιμος, γονατιστός, πεσμένος μπρούμυτα στο έδαφος, σε στάση μετάνοιας μπροστά στο τέμπλο.

Ο ένας μετά τον άλλο οι μοναχοί άρχισαν να γλιστρούν αθόρυβα έξω απ’ την εκκλησία, σταματώντας για ν’ ασπαστούν τις μορφές των αγίων στις τοιχογραφίες και τα εικονίσματα. Γύρισα στο κρεβάτι μου και κοιμήθηκα μέχρι το μεσημέρι, οπότε με ξύπνησε ο αμπούνα Θεοφάνης μ’ ένα δίσκο με φαγητό, ένα κομμάτι σκληρή φέτα με έντονη μυρωδιά, λίγο σκληρό μοναστικό ψωμί και, καθισμένο μόνο και καμαρωτό σ’ ένα άσπρο πιάτο, ένα στρογγυλό σοκολατάκι.

«Είναι η γιορτή του Αγίου Μεθοδίου του Στυλίτη», είπε ο αμπούνα Θεοφάνης με σοβαρό ύφος. «Αυτό είναι για να γιορτάσεις».

***

Ο Ουίλιαμ Νταλρίμπλ στην Ιερά Μονή του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου. Οκτώβριος 1994. Ιστορίες του Αγίου Ιωάννη Μόσχου.

Από ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

20121027_mar_saba_monastery_007_5D3_2567

Πέρασα το απόγευμα στο δωμάτιό μου, διαβάζοντας τις ιστορίες του Ιωάννη Μόσχου για τους μοναχούς της ερήμου της Ιουδαίας. Όλες μαζί οι ιστορίες του Λειμωνάριου δίνουν μια λεπτομερή εικόνα μιας από τις πιο περίεργες περιόδους στην ιστορία της περιοχής. Για διακόσια χρόνια περίπου στις ερήμους των Αγίων Τόπων συνωστίζονταν όχι μόνο εκατόν πενήντα μοναστήρια που λειτουργούσαν κανονικά αλλά και αναρίθμητοι ερημίτες που κατοικούσαν σε σπηλιές καθώς και τεράστια κοπάδια από «βοσκούς» — νομάδες μοναχούς, που, σύμφωνα με τον Ιωάννη Μόσχο, «τριγυρνούν στην έρημο σαν άγρια ζώα· πετούν γύρω απ’ τους λόφους σαν πουλιά- ψάχνουν για την τροφή τους σαν κατσίκια. Το καθημερινό τους πρόγραμμα είναι άκαμπτο, πάντα προβλέψιμο, γιατί τρέφονται με ρίζες, τα φυσικά προϊόντα της γης».

Σήμερα μοιάζει ανεξήγητο πώς τόσοι πολλοί άνθρωποι -πολλοί από αυτούς εξαιρετικά μορφωμένοι- απ’ όλα τα μέρη του πολιτισμένου βυζαντινού κόσμου ήταν διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν τα πάντα και να ταξιδέψουν χιλιάδες μίλια για να ζήσουν μια ζωή υπερβολικά σκληρή, στις δύσκολες συνθήκες της ερήμου• κι όμως, στο βυζαντινό νου τίποτε δεν φαινόταν πιο λογικό.

Σε κάποια από τις ιστορίες του Μόσχου ένας ξένος επισκέπτεται το διάσημο άγιο άντρα άμπα Ολύμπιο στο μοναστήρι του, μες στη ζέστη και την υγρασία της κοιλάδας του Ιορδάνη. «Πώς μπορείτε να ζείτε σ’ αυτόν τον τόπο που φλέγεται απ’ τη ζέστη κι έχει τόσα πολλά ζωύφια;» ρωτάει. Ο άγιος άντρας δίνει μια απλή απάντηση: «Ανέχομαι τα ζωύφια για να γλιτώσω από εκείνο που οι γραφές αποκαλούν “το σκουλήκι που δεν κοιμάται”. Έτσι ανέχομαι και τη ζέστη, φοβούμενος την αιώνια φωτιά. Το ένα είναι προσωρινό, το άλλο όμως δεν έχει τέλος».

Υπήρχε όμως και κάτι άλλο. Μπορεί ο Μόσχος να μην υποτιμά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι πατέρες της ερήμου, ξέρει όμως ότι στη ζωή τους υπήρχαν και χαρές.

Μάλιστα, στα γραπτά του διατυπώνει την πεποίθηση ότι ζώντας με απόλυτη απλότητα και αγιότητα, οι μοναχοί επέστρεφαν στις συνθήκες που επικρατούσαν στον Κήπο της Εδέμ, σε αρμονία τόσο με το φυσικό κόσμο, όσο και με το Δημιουργό του. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους «βοσκούς», που έτρωγαν σαν τον Αδάμ χωρίς να φυτεύουν και υποτίθεται ότι είχαν τα άγρια ζώα κάτω απ’ τις διαταγές τους. «Με τον Χριστό», έγραφε ο πρώιμος χριστιανός περιηγητής Σουλπίκιος Σεβήρος, «κάθε άγριο κτήνος γίνεται σοφό και κάθε βάρβαρο πλάσμα ευγενικό». Η στενή σχέση ανάμεσα στα κτήνη και τους αγίους δεν ήταν καινούργιο θέμα στη μοναστική φιλολογία. 0 πρώιμος κοπτικός Βίος του Αγίου Παχωμίου, για παράδειγμα, περιγράφει πώς ο άγιος καλούσε κροκόδειλους για να τον περάσουν στην απέναντι όχθη του Νείλου, με τον ίδιο περίπου τρόπο που σήμερα κάποιος θα έπαιρνε ταξί από την πιάτσα. Εξάλλου, ο Παράδεισος πατέρων, ένα από τα λογοτεχνικά πρότυπα του Μόσχου, περιέχει διάφορες ανάλογες ιστορίες.

«Υπήρχε ένας γέρος που ζούσε πλάι στον Ιορδάνη σαν ασκητής. Μια μέρα μπήκε σε μια σπηλιά για να γλιτώσει απ’ τη ζέστη, κι εκεί βρήκε ένα λιοντάρι που άρχισε να του τρίζει τα δόντια και να βγάζει βρυχηθμούς. Τότε ο γέρος τού είπε: “Γιατί ταράζεσαι;

Εδώ υπάρχει χώρος και για μένα και για σένα. Αν δεν μπορείς να με ανεχθείς, σήκω και φύγε!”• και το λιοντάρι αντί να του επιτεθεί, βγήκε έξω».

Ο Μόσχος θίγει για πρώτη φορά αυτό το θέμα στην ιστορία που διηγείται ο άμπα Αγαθόνικος, ηγούμενος του Καστελιού, αδερφός κάποτε στο μοναστήρι του Μαρ Σάμπα, ερείπιο τώρα, πέντε μίλια πιο κάτω, στην Κοιλάδα των Κέδρων.

«Μια μέρα», λέει ο άμπα Αγαθόνικος στο Μόσχο, «κατέβηκα στη Ρουβά να επισκεφτώ τον άμπα Ποιμένα το βοσκό. Όταν τον βρήκα, του είπα τους λογισμούς που με βασάνιζαν. Όταν έπεσε η νύχτα, με άφησε σε μια σπηλιά. Ήταν χειμώνας κι εκείνη τη νύχτα έκανε πραγματικά πολύ κρύο έτρεμα απ’ το κρύο. Την αυγή ο γέροντας επέστρεψε και μου είπε: “Τι συμβαίνει παιδί μου; Δεν αισθάνθηκα το κρύο”. Έμεινα άφωνος, γιατί ήταν γυμνός. Ζήτησα απ’ την αγιότητα του να μου πει πώς και δεν ένιωσε το κρύο. Είπε: Ένα λιοντάρι ήρθε και ξάπλωσε δίπλα μου- αυτό με ζέσταινε

Όμως, ο πιο αξιομνημόνευτη ιστορία με θέμα τους στενούς δεσμούς που συνέδεαν τους μοναχούς με τα άγρια θηρία στην έρημο -μια κατάσταση που φέρνει στο νου εικόνες απ’ την Εδέμ- είναι ίσως η φημισμένη ιστορία του Μόσχου για τον Άγιο Γεράσιμο και το λιοντάρι. Αιώνες αργότερα στη Δύση με την ιστορία αυτήν μπολιάστηκε κατά λάθος ο βίος του Αγίου Ιερώνυμου, προφανώς εξαιτίας της άγνοιας των λατινόφωνων προσκυνητών. Στην ανατολική Εκκλησία, αντιθέτως, η ιστορία σωστά εξακολουθεί να αποδίδεται στον Άγιο Γεράσιμο, και παραμένει μια απ’ τις δημοφιλέστερες ιστορίες για τους ορθόδοξους αγίους. Εκτός αυτού, είναι μια απ’ τις ελάχιστες ιστορίες του Μόσχου που εντάχθηκαν στο ρεπερτόριο της βυζαντινής τέχνης και κάποιες φορές είναι η τοιχογραφία που κοσμεί τους τοίχους ορθόδοξων μοναστηριών. Στον Άθω, για παράδειγμα, είδα αρκετές σκηνές της ιστορίας ζωγραφισμένες στο πρόπυλο της Μονής Ξενοφώντος. Η ιστορία εκτυλίσσεται στο μοναστήρι του Αγίου Γεράσιμου, «περίπου ένα μίλι από τον άγιο Ιορδάνη».

«Όταν [ο Σωφρόνιος κι εγώ] επισκεφθήκαμε το μοναστήρι», γράφει ο Μόσχος, «οι εκεί αδερφοί μάς είπαν ότι μια μέρα ο Άγιος Γεράσιμος περπατούσε στις όχθες του αγίου Ιορδάνη, όταν συνάντησε ένα λιοντάρι που έβγαζε δυνατούς βρυχηθμούς, γιατί πονούσε το πόδι του. Μια καλαμένια ακίδα είχε μπηχτεί βαθιά μέσα του, προκαλώντας φλεγμονή.

Όταν το λιοντάρι είδε το γέροντα, τον πλησίασε και του έδειξε το πόδι του, κλαυθμυρίζοντας και παρακαλώντας τον να το θεραπεύσει. Όταν ο γέροντας είδε πόσο υπέφερε το λιοντάρι, κάθισε κάτω, έπιασε το πόδι του, το έσκισε και αφαίρεσε την ακίδα και αρκετό απ’ το πύο. Καθάρισε καλά την πληγή, την έδεσε και άφησε το λιοντάρι να φύγει. Όμως το θεραπευμένο λιοντάρι δεν άφηνε το γέροντα. Τον ακολουθούσε παντού σαν μαθητής. Ο γέροντας θαύμασε την ευγενική καρδιά του λιονταριού και από τότε άρχισε να το ταΐζει με ψωμί και βραστά λαχανικά.

Η λαύρα, πάλι, είχε ένα γάιδαρο που κουβαλούσε νερό για τις ανάγκες των γερόντων, που πίνουν το νερό του αγίου Ιορδάνη, ο οποίος απέχει ένα μίλι από το μοναστήρι. Οι πατέρες είχαν τη συνήθεια να δίνουν το γάιδαρο στο λιοντάρι, για να τον βόσκει στις όχθες του αγίου Ιορδάνη. Μια μέρα, καθώς τον έβοσκε το λιοντάρι, ο γάιδαρος απομακρύνθηκε αρκετά από το φύλακά του. Κάποιοι καμηλιέρηδες που έρχονταν απ’ την Αραβία βρήκαν το γάιδαρο και τον πήραν στην πατρίδα τους. Έχοντας χάσει το γαϊδούρι, το λιοντάρι γύρισε πίσω στη λαύρα και πλησίασε τον άμπα Γεράσιμο, σκυθρωπό και κατσουφιασμένο. Ο αβάς νόμισε ότι το λιοντάρι είχε κατασπαράξει το γάιδαρο. Του είπε: “Πού είναι ο γάιδαρος;” Το θηρίο έστεκε σιωπηλό, σχεδόν σαν άνθρωπος. Ο γέροντας του είπε: “Το έφαγες; Από δω και μπρος [για τιμωρία] θα εκτελείς τα ίδια καθήκοντα που εκτελούσε ο γάιδαρος”. Από τότε, με εντολή του γέροντα, το λιοντάρι κουβαλούσε σαμάρι φορτωμένο με τέσσερις στάμνες και έφερνε νερό.

»[Μετά από πολλούς μήνες] ο καμηλιέρης που είχε πάρει το γάιδαρο επέστρεψε στην Αγία Πόλη, έχοντας μαζί του το ζώο, που το είχε φορτώσει στάρι με σκοπό να το πουλήσει. Μόλις διέσχισε τον άγιο Ιορδάνη, ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με το λιοντάρι. Βλέποντας το θηρίο, άφησε τις καμήλες και το έβαλε στα πόδια. Αναγνωρίζοντας το γάιδαρο, το λιοντάρι έτρεξε προς το μέρος του, δάγκωσε το καπίστρι του με το στόμα, όπως το είχαν εκπαιδεύσει να κάνει, κι έσυρε όχι μόνο το γάιδαρο, αλλά και τις τρεις καμήλες. Έφερε όλα τα ζώα στο γέροντα, βγάζοντας χαρούμενους βρυχηθμούς. Τότε ο γέροντας κατάλαβε ότι άδικα είχε κατηγορήσει το λιοντάρι. Το λιοντάρι πήρε το όνομα Ιορδάνης και έζησε στη λαύρα πέντε χρόνια, χωρίς να αποχωριστεί ποτέ το γέροντα.

»Όταν ο αβάς Γεράσιμος αποδήμησε εις Κύριον και θάφτηκε από τους πατέρες, χάρη στη Θεία Πρόνοια το λιοντάρι δεν βρισκόταν στη λαύρα. Λίγο αργότερα επέστρεψε και αναζητούσε το γέροντα, βγάζοντας δυνατούς βρυχηθμούς. Όταν το είδαν ο αβάς Σαββάτιος και οι άλλοι πατέρες, χάιδεψαν τη χαίτη του και του είπαν: “Ο γέροντας μας άφησε και πήγε στον Κύριο”, αλλά ούτε τότε κατάφεραν να το κάνουν να πάψει το κλάμα και το θρήνο του. Τότε ο αβάς Σαββάτιος του είπε: “Αφού δεν μας πιστεύεις, έλα μαζί μου και θα σου δείξω πού αναπαύεται ο Γεράσιμος”. Πήρε το λιοντάρι και το οδήγησε εκεί που είχαν θάψει το γέροντα, μισό μίλι από την εκκλησία. Ο αβάς Σαββάτιος είπε στο λιοντάρι: “Να, εδώ βρίσκεται ο φίλος μας” και γονάτισε. Μόλις το λιοντάρι είδε τη μετάνοια, άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στη γη και να βρυχάται. Αμέσως [κύλησε στο έδαφος] και πέθανε εκεί, πάνω στον τάφο του γέροντα».