Τον Απρίλη του 1914, μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, ο Γάλλος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη είχε ήδη λάβει το μήνυμα. Οι μειονότητες ήταν πηγή προστριβών, έλεγε στην ενημέρωσή του προς το Παρίσι, και εφόσον δεν μπορούσαν να συμβιώσουν ειρηνικά, έπρεπε να ξεριζωθούν και να μετακομιστούν στην αρχική της εστία η καθεμιά:

Η βαλκανική χερσόνησος στο σύνολό της είναι αυτή τη στιγμή το θέατρο φρικαλεοτήτων που μπορούν να συγκριθούν μ’ εκείνες που συνοδεύουν τις μεγάλες μεταναστεύσεις των λαών: οι φρικαλεότητες αυτές ήταν η λογική συνέπεια των πρόσφατων γεγονότων δυστυχώς, ο μόνος ίσως τρόπος να τεθεί τέρμα μια για πάντα στην αταξία και στην αναρχία, στους φόνους και στις διαρπαγές που λυμαίνονται την Ευρωπαϊκή Τουρκία, είναι να ξαναμοιραστούν ο βαλκανικοί πληθυσμοί κατά εθνότητα μεταξύ των διαφόρων κρατών, στα οποία διαιρέθηκε η Ευρωπαϊκή Τουρκία στο Βουκουρέστι. Είναι μια θλιβερή- αλλά οριστική άρση μιας κατάστασης, για την οποία ούτε η Τουρκία ούτε Ευρώπη έχουν βρει γιατρειά, εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα. 

Μια περιορισμένη ανταλλαγή πληθυσμών, που αφορούσε τα χωριά κατά μήκος της νέας τουρκοβουλγαρικής μεθορίου, είχε συμφωνηθεί από τις δύο κυβερνήσεις το Νοέμβρη του 1913. Την επόμενη άνοιξη, αφού οι οθωμανικές αρχές είχαν προσπαθήσει να εκκαθαρίσουν τμήμα της μικρασιατικής ακτογραμμής απελαύνοντας και εκτοπίζοντας τους Έλληνες κατοίκους, οι διπλωμάτες συζήτησαν την ιδέα μιας μερικής ανταλλαγής πληθυσμών, που θα κάλυπτε τους Μουσουλμάνους της Μακεδονίας και τους Έλληνες γύρω απ’ τη Σμύρνη.

Η αρχική ιδέα ήταν η ανταλλαγή να είναι υποχρεωτική, αν και η ελληνική πλευρά «αναχώρησε ως προς αυτό και οι συζητήσεις τερματίστηκαν με το ξέσπασμα Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Βενιζέλος εντυπωσιάστηκε προφανώς από την ιδέα, γιατί την επόμενη χρονιά συνέταξε ένα προκαταρκτικό σχέδιο για μια τέτοια αμοιβαία χειρονομία με τη Βουλγαρία. Ακόμα και τότε όμως πολλοί αντιτάχθηκαν στη λογική της ανταλλαγής και την είδαν ως συνθηκολόγηση μπροστά στα χειρότερα ένστικτα της ανθρωπότητας.

Περισσότερα