Αρχική

Περί ελληνικού έθνους

1 σχόλιο


Από tvxs

Του Απόστολου Διαμαντή

ÍÁÕÐËÉÏ ÁÌÅÓÇ ÓÕÍÔÇÑÇÓÇ ×ÑÅÉÁÆÅÔÁÉ ÔÏ ÁÃÁËÌÁ ÔÏÕ ÊÏËÏÊÏÔÑÙÍÇ

Παρότι σύμπασα η οικουμένη, μορφωμένη και μη, συγκαταλέγει το ελληνικό έθνος στην κατηγορία των ιστορικών εθνών – από τον Χέγκελ, μέχρι τον Μαρξ και τον Χούσερλ – υπάρχει σήμερα μια μερίδα Ελλήνων διανοουμένων που λέει το πράγματι πρωτοφανές ότι ελληνικό έθνος δεν υπήρχε πριν το 1821, διότι μόνον η αστική εποχή έχει να παρουσιάσει αυτό το μόρφωμα. Το ελληνικό έθνος της αρχαιότητας και του μεσαίωνα λοιπόν είναι κατ’ αυτούς μια αντιεπιστημονική, εθνικιστική πλάνη!

Πρόκειται φυσικά για άποψη όχι μόνον αντιεπιστημονική, εφόσον κανείς σοβαρός επιστήμονας δεν την έχει υποστηρίξει ποτέ και πουθενά, αλλά μάλλον για άποψη που προέρχεται από το χώρο του πολιτικού φανατισμού. Διότι, στοιχειωδώς να ανοίξει κάποιος τα αρχαία κείμενα θα μπορούσε να δει τον όρο «έθνος» φαρδύ πλατύ, στα κείμενα του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Ηρόδοτου, του Ομήρου κλπ.

Αυτό που ισχυρίζονται όσοι διατυπώνουν τέτοιες παραδοξολογίες, όπως ο Πέτρος Πιζάνιας στην συνέντευξή του στο tvxs, είναι ότι έθνος δεν υπήρχε στην αρχαιότητα, επειδή έθνος σχηματίζεται μόνον κατά την εποχή του καπιταλισμού, όταν δημιουργείται το συνταγματικό κράτος και η έννοια του πολίτη. Σύμφωνα μ’ αυτήν την άποψη, που προέρχεται από παραναγνώσεις του μαρξισμού, στην αρχαιότητα έχουμε γένος και όχι έθνος! Και έτσι αναγνωρίζουν έθνος μόνον μετά το 1789, ως εθνικό κράτος, συλλαμβάνοντας το έθνος, ως προϊόν του αστικού κράτους.

Πρόκειται για ένα ακραίο νομικό θετικισμό, που συνδέεται ευθέως με την σταλινική κανονιστική παράδοση, όπου τα πάντα αποδίδονται στο κράτος. Περισσότερα γι’ αυτήν την κανονιστική εκτροπή στην ελληνική ιστοριογραφία μπορεί κανείς να δει στο έργο μου Έθνος και Θεσμοί στην Τουρκοκρατία (Εναλλακτικές Εκδόσεις 2013).

Περισσότερα…

Νεοκυπριακή συνείδηση και… κυπριακή κουλτούρα

Σχολιάστε


Από ΑΚΤΙΝΕΣ

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΟΡΦΙΤΗΣ

Αντιπρόεδρος Δ.Σ. του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥ.ΚΕ.Μ.)

Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ, 26/09/2013

cryΈχουμε χρεοκοπήσει οικονομικά. Ας μην αφεθούμε να χρεοκοπήσουμε πνευματικά, ηθικά, γλωσσικά και πολιτισμικά

Εδώ και αρκετό καιρό, τα τελευταία χρόνια θα έλεγα, συγκεκριμένα πρόσωπα, ομάδες και κύκλοι -κυρίως υπογείως και υφέρποντες- προσπαθούν να υπερτονίσουν τη χρήση της κυπριακής διαλέκτου, να την αναγάγουν σε επίπεδο γλώσσας, να την αντιπαραθέσουν με την καθομιλουμένη Ελληνική και να δημιουργήσουν ένα αχρείαστο και γλωσσικά, επιστημονικά και εθνικά επιζήμιο μείζον ζήτημα.

Το πάθος αυτών των κύκλων δεν εξαντλείται μόνο στην ηλίθια πολεμική τους εναντίον της γλώσσας των Πανελλήνων. Όχι! Το ζήτημα που έχουν δημιουργήσει προσλαμβάνει ιδιαίτερα επικίνδυνες διαστάσεις γιατί, μέσω αυτής της πολεμικής, προσπαθούν να δημιουργήσουν και να εμπεδώσουν μια παθιασμένη Νέο-Κυπριακή συνείδηση η οποία -σύμφωνα με την αρρωστημένη αντίληψή τους- θα υποσκάψει, θα διαβρώσει και με τον καιρό θα εκτοπίσει την εθνική, την ελληνική συνείδηση των Ελλήνων της Κύπρου.

Εκμεταλλευόμενοι τις εθνικές μας κακουχίες και τις πληγές του 1963, του 1967, του 1974 και του 2013 προσπαθούν με επιτηδευμένο τρόπο να χτίσουν πάνω στα τραύματα, τις απογοητεύσεις και τις αντιδράσεις των Ελλήνων της Κύπρου ένα ανθελληνικό σύνδρομο και μέσω αυτού να επιβάλουν -καθώς νομίζουν- τον αφελληνισμό των Κυπρίων.

Η -έστω και με πολλή καθυστέρηση- πρόσφατη αντίδραση του Αρχιεπισκόπου Κύπρου, με την ανάγνωση σχετικής εγκυκλίου την περασμένη Κυριακή, είναι ευπρόσδεκτη, επιβεβλημένη και θα πρέπει να αποτελέσει την απαρχή μιας σειράς αντιδράσεων όλων των φορέων και παραγόντων που έχουν σχέση και ευθύνες για το θέμα: Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, Σύνδεσμοι Γονέων και άλλοι φορείς θα πρέπει να αντιδράσουν συντονισμένα και συλλογικά.

Προέκταση αυτού του φαινομένου

Προέκταση αυτού του φαινομένου με το γλωσσικό ζήτημα είναι και ένα άλλο -ίσως σημαντικότερο- θέμα: Η υπερβάλλουσα προβολή και η καλλιέργεια κάποιου είδους έπαρσης και φανατισμού για την κυπριακή πολιτιστική παράδοση, με τον τρόπο και με την μέθοδο που επιχειρείται να επιβληθεί, δημιουργούν την εντύπωση ότι -κατά βάθος- επιδιώκεται η εμπέδωση της κυπριακής συνείδησης σε αντιδιαστολή με τις εθνικές καταβολές των Ελλήνων της Κύπρου. Αυτή η νοοτροπία και αυτή η τακτική, που στοχεύει στην απομόνωση και στον διαχωρισμό της κυπριακής από την ευρύτερη ελληνική κληρονομιά, το μόνο που μπορεί να επιτύχει είναι την πνευματική και πολιτισμική μας πτώχευση.

Περισσότερα…

Η διαχρονικότητα της Ελληνικής συνείδησης και η ψευδεπίγραφη «ρωμαϊκότητα» των Βυζαντινών

Σχολιάστε


Από HellasOnTheWeb

BuzantioΓράφει ο Κυριάκος Κατσιμάνης
Docteur d’ Etat του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, Επίκ. Καθηγητής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών

1. Η κυρίαρχη ελληνικότητα

Τον τελευταίο καιρό κυκλοφορούν, ιδιαίτερα μέσω του διαδικτύου, ιστορικού περιεχομένου μελέτες και επισημάνσεις με αντικείμενο το Βυζάντιο, από την ανάγνωσή των οποίων προκύπτει η ακόλουθη διαπίστωση: άλλος είναι ο φαινομενικός σκοπός των συντακτών τους και αλλού κατατείνουν συνειδητά και εμπρόθετα χωρίς όμως να το ομολογούν. Ενώ δηλαδή η προβαλλόμενη επιδίωξή τους είναι να αποδείξουν ότι ο όρος «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» είναι ιστορικώς αδόκιμος, το κύριο βάρος της επιχειρηματολογίας τους επικεντρώνεται υπόρρητα στη θεμελίωση των ακόλουθων θέσεών τους:

  1. Οι υπήκοοι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ως την πτώση της, το 15ο αιώνα, ήταν ελληνόφωνοι Ρωμαίοι και τίποτα περισσότερο. Επομένως,
  2. Η συνείδησή τους ήταν αποκλειστικά και μόνο ρωμαϊκή[1].

Οι παραπάνω θέσεις –απόλυτα σεβαστές καθαυτές– εντάσσονται πιθανώς στις «παρενέργειες» του μεταμοντερνισμού και ενδεχομένως ευνοούνται από την υπερατλαντικής προέλευσης αντίθεση προς το εθνικό κράτος, καθώς και από την ταυτόχρονη προβολή του πολυεθνικού κρατικού «μοντέλου» made in USA. Οι θέσεις, λοιπόν, αυτές υιοθετούνται στη χώρα μας από τους εκπροσώπους του ιστοριογραφικού αναθεωρητισμού και παίρνουν κάποτε τη μορφή ενός ανιστόρητου ελληνομηδενισμού που θεμελιώνεται στις ακόλουθες δύο κυρίαρχες συνιστώσες:

  1. Η δήθεν ελληνικότητα του Βυζαντίου πρέπει να απορριφθεί, άρα,
  2. Η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού αποτελεί μύθο.

Δεν αγνοώ ότι οι παραπάνω ελληνομηδενιστικές τάσεις τροφοδοτούνται και διαιωνίζονται, εκτός των άλλων, και από την απογοήτευση που προκαλείται εξαιτίας της γενικευμένης και παρατεταμένης παρακμής –για να μην πω αποσύνθεσης– της πατρίδας μας σε κοινωνικό, ηθικό, διοικητικό, κρατικό, οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Ωστόσο, ούτε η αποκαρδιωτική αυτή διαπίστωση ούτε η διαχρονική ανεπάρκεια της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας έχουν σχέση με το θέμα που συζητάμε εδώ. Μπορεί αυτά όλα να ευνοούν μια τάση απαξίωσης παντός του ελληνικού, τα αίτια, όμως, της κακοδαιμονίας δεν τα αντιμετωπίζουμε ακρωτηριάζοντας το εθνικό παρελθόν μας με τον αποκλεισμό από αυτό της Αρχαίας Ελλάδας ούτε αμφισβητώντας την ιστορική «νομιμότητα» της παραδοχής ότι ο ελληνισμός επιβιώνει ως τις μέρες μας. Τον τελευταίο καιρό κυκλοφορούν, ιδιαίτερα μέσω του διαδικτύου, ιστορικού περιεχομένου μελέτες και επισημάνσεις με αντικείμενο το Βυζάντιο, από την ανάγνωσή των οποίων προκύπτει η ακόλουθη διαπίστωση: άλλος είναι ο φαινομενικός σκοπός των συντακτών τους και αλλού κατατείνουν συνειδητά και εμπρόθετα χωρίς όμως να το ομολογούν. Ενώ δηλαδή η προβαλλόμενη επιδίωξή τους είναι να αποδείξουν ότι ο όρος «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» είναι ιστορικώς αδόκιμος, το κύριο βάρος της επιχειρηματολογίας τους επικεντρώνεται υπόρρητα στη θεμελίωση των ακόλουθων θέσεών τους:

Περισσότερα…

Ελληνικότητα: συνείδηση ή ταυτότητα;

Σχολιάστε


Από το Βήμα,
δημοσίευση: 06/04/2008 στη στήλη ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

Του Δημήτρη Τζιόβα

Ο Δημήτρης Τζιόβας

Η κατά κόρον αναφορά στην «ελληνικότητα» σε ποικίλα συμφραζόμενα τα τελευταία χρόνια δεν έχει προκαλέσει και την ανάλογη διάθεση για αποσαφήνιση της έννοιας. Θα έλεγα ότι συμβαίνει το αντίθετο καθώς η λέξη ξεφυτρώνει σχεδόν παντού. Τι εννοούμε όμως τελικά με τον όρο ελληνικότητα; Τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της ελληνικής ζωής και κουλτούρας, την ελληνική ταυτότητα, κάποιο τεκμήριο ιθαγένειας και γνησιότητας, τα στοιχεία τα οποία αξιοποιεί κάποιος λογοτέχνης ή καλλιτέχνης (Ελληνας ή ξένος) για να προσδώσει στο έργο του ελληνικό χρώμα; Στη σελίδα «Πατριδογνωσία» του κυριακάτικου περιοδικού της «Καθημερινής» το ερώτημα αφορά το αν η ελληνικότητα είναι αίσθημα ή συνείδηση όχι όμως ταυτότητα. Είναι όμως ή δεν είναι η ελληνικότητα ταυτότητα;

Μπορεί η λέξη «ελληνικότητα» να εισάγεται στα 1851 από τον Κωνσταντίνο Πωπ, αλλά για να κατανοήσουμε το πώς προκύπτει ως έννοια ή ιδεολόγημα θα πρέπει να δούμε μια άλλη εννοιολογική διάκριση μεταξύ συνείδησης και ταυτότητας. Αρκετοί έλληνες ιστορικοί και διανοούμενοι επιμένουν περισσότερο στην έννοια της (νεο)ελληνικής συνείδησης ενώ ελάχιστοι υιοθετούν την έννοια της ταυτότητας. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Μολονότι κάποιοι θα ισχυριστούν ότι δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ τους έχω την αίσθηση ότι αυτή λανθάνει.

Η συνείδηση νομίζω προϋποθέτει ομοιότητα και ταύτιση, παραπέμποντας σε μια εγγενή και συναισθητική διαδικασία αυτοαναγνώρισης ή προσωπικής ένταξης σε ένα σύνολο. Αντίθετα η ταυτότητα, ως το σύνολο των διαφοροποιητικών χαρακτηριστικών που επιτρέπουν αναγνώριση, βασίζεται στη διαφορά και παραπέμπει σε ετεροαναγνώριση. Η συνείδηση είναι ένας εσωστρεφής, συσπειρωτικός και αμυντικός μηχανισμός αυτοεπιβεβαίωσης ενώ η ταυτότητα μία εξωστρεφής διαφοροποιητική διαδικασία, που συνεπάγεται ετερότητα και πολιτισμικό διάλογο, ως μεθόδους διαπίστευσης προς τον έξω κόσμο. Η συνείδηση νοείται αυτοαναφορικά, κάτι που έχεις ενστερνιστεί, διαιωνίζεις και δεν αμφισβητείς, αντίθετα η ταυτότητα τείνει να είναι ετεροαναφορική, κάτι που προβάλλεις προς τα έξω και μπορείς να αναθεωρήσεις. Αν η συνείδηση λειτουργεί συχνά ως συνώνυμο της εθνικής ψυχής ή του εθνικού χαρακτήρα, τότε η ταυτότητα δεν φαίνεται να διαθέτει αυτές τις οργανικές συνδηλώσεις και ως εκ τούτου θα ήταν καλύτερα να την παρομοιάσουμε με ένδυμα που μπορούμε να αλλάξουμε. Γι’ αυτό ως μέσο αναγνώρισης επικαλούμαστε και επιδεικνύουμε στους άλλους ταυτότητες αλλά όχι συνειδήσεις.

Περισσότερα…