Αρχική

Σε αναζήτηση της Ελληνικότητος

Σχολιάστε


cf80ceb1cebdceb4ceb9ceb4ceb1cebacf84ceaecf81ceb9cebf

Πανδιδακτήριον

Γράφει ο Αρχιμανδρίτης π. Κύριλλος Κεφαλόπουλος, Ιστορικός, δρ. Θεολογίας, υποψ. δρ. αρχαίας Ιστορίας.

Η συγκρότηση εθνικής ταυτότητος και αυτοσυνειδησίας ενός Έθνους είναι μία πολύπλοκη και πολυσύνθετη διαδικασία, πολλές φορές διαρκεί αιώνες και επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, ιστορικούς, πολιτικούς, πολιτισμικούς, γεωγραφικούς, θρησκευτικούς, ιδεολογικούς. Συχνά η διαμόρφωση εθνικής αυτοσυνειδησίας και ταυτότητος, η αίσθηση δηλαδή του συνανήκειν σε ένα Έθνος με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, είναι μία επώδυνη διαδικασία που περνά μέσα από αντιπαραθέσεις με άλλους λαούς και πολιτισμούς, διαπερνά ιστορικές περιόδους, γνωρίζει ήττες και οδυνηρές καταστάσεις. Όλα αυτά ισχύουν ακόμη περισσότερο όταν ομιλούμε για το Ελληνικό Έθνος, με την πανάρχαια και πολυετή ιστορία του αλλά και τις πολλές ιστορικές περιπέτειες.

Ιδίως για το Ελληνικό Έθνος, το να καθορισθούν τα στοιχεία που συναποτελούν την ταυτότητά του, σημαίνει ότι όποιος το επιχειρήσει με σοβαρό, αξιόπιστο, αντικειμενικό και επιστημονικό τρόπο, οφείλει να είναι γνώστης της Ελληνικής ιστορίας σε όλη την διαχρονία της, να αντιλαμβάνεται τις ιδεολογικές ζυμώσεις εντός του Έθνους, να παρακολουθεί την ιστορία των ιδεών και των πολιτιστικών ρευμάτων και να καταλήξει στον προσδιορισμό κοινώς αποδεκτών στοιχείων Ελληνικότητος.  Επειδή η Ελληνικότητα είναι πολυσύνθετη και πολύπλοκη, εάν κάποιος υπερτονίζει κάποια γνωρίσματα παραλείποντας ή υποβαθμίζοντας κάποια άλλα, εάν κάνει επιλογή ιστορικών περιόδων και εκφάνσεων του Ελληνισμού για να εξυπηρετήσει τα δικά του ιδεολογήματα, τότε εκπίπτει στο επίπεδο ενός φθηνού προπαγανδιστή και το όλο εγχείρημα οφείλουμε να το αντιμετωπίζουμε με επιφυλακτικότητα.

Περισσότερα

Η διαχρονικότητα της Ελληνικής συνείδησης και η ψευδεπίγραφη «ρωμαϊκότητα» των Βυζαντινών

Σχολιάστε


Από HellasOnTheWeb

BuzantioΓράφει ο Κυριάκος Κατσιμάνης
Docteur d’ Etat του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, Επίκ. Καθηγητής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών

1. Η κυρίαρχη ελληνικότητα

Τον τελευταίο καιρό κυκλοφορούν, ιδιαίτερα μέσω του διαδικτύου, ιστορικού περιεχομένου μελέτες και επισημάνσεις με αντικείμενο το Βυζάντιο, από την ανάγνωσή των οποίων προκύπτει η ακόλουθη διαπίστωση: άλλος είναι ο φαινομενικός σκοπός των συντακτών τους και αλλού κατατείνουν συνειδητά και εμπρόθετα χωρίς όμως να το ομολογούν. Ενώ δηλαδή η προβαλλόμενη επιδίωξή τους είναι να αποδείξουν ότι ο όρος «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» είναι ιστορικώς αδόκιμος, το κύριο βάρος της επιχειρηματολογίας τους επικεντρώνεται υπόρρητα στη θεμελίωση των ακόλουθων θέσεών τους:

  1. Οι υπήκοοι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ως την πτώση της, το 15ο αιώνα, ήταν ελληνόφωνοι Ρωμαίοι και τίποτα περισσότερο. Επομένως,
  2. Η συνείδησή τους ήταν αποκλειστικά και μόνο ρωμαϊκή[1].

Οι παραπάνω θέσεις –απόλυτα σεβαστές καθαυτές– εντάσσονται πιθανώς στις «παρενέργειες» του μεταμοντερνισμού και ενδεχομένως ευνοούνται από την υπερατλαντικής προέλευσης αντίθεση προς το εθνικό κράτος, καθώς και από την ταυτόχρονη προβολή του πολυεθνικού κρατικού «μοντέλου» made in USA. Οι θέσεις, λοιπόν, αυτές υιοθετούνται στη χώρα μας από τους εκπροσώπους του ιστοριογραφικού αναθεωρητισμού και παίρνουν κάποτε τη μορφή ενός ανιστόρητου ελληνομηδενισμού που θεμελιώνεται στις ακόλουθες δύο κυρίαρχες συνιστώσες:

  1. Η δήθεν ελληνικότητα του Βυζαντίου πρέπει να απορριφθεί, άρα,
  2. Η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού αποτελεί μύθο.

Δεν αγνοώ ότι οι παραπάνω ελληνομηδενιστικές τάσεις τροφοδοτούνται και διαιωνίζονται, εκτός των άλλων, και από την απογοήτευση που προκαλείται εξαιτίας της γενικευμένης και παρατεταμένης παρακμής –για να μην πω αποσύνθεσης– της πατρίδας μας σε κοινωνικό, ηθικό, διοικητικό, κρατικό, οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Ωστόσο, ούτε η αποκαρδιωτική αυτή διαπίστωση ούτε η διαχρονική ανεπάρκεια της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας έχουν σχέση με το θέμα που συζητάμε εδώ. Μπορεί αυτά όλα να ευνοούν μια τάση απαξίωσης παντός του ελληνικού, τα αίτια, όμως, της κακοδαιμονίας δεν τα αντιμετωπίζουμε ακρωτηριάζοντας το εθνικό παρελθόν μας με τον αποκλεισμό από αυτό της Αρχαίας Ελλάδας ούτε αμφισβητώντας την ιστορική «νομιμότητα» της παραδοχής ότι ο ελληνισμός επιβιώνει ως τις μέρες μας. Τον τελευταίο καιρό κυκλοφορούν, ιδιαίτερα μέσω του διαδικτύου, ιστορικού περιεχομένου μελέτες και επισημάνσεις με αντικείμενο το Βυζάντιο, από την ανάγνωσή των οποίων προκύπτει η ακόλουθη διαπίστωση: άλλος είναι ο φαινομενικός σκοπός των συντακτών τους και αλλού κατατείνουν συνειδητά και εμπρόθετα χωρίς όμως να το ομολογούν. Ενώ δηλαδή η προβαλλόμενη επιδίωξή τους είναι να αποδείξουν ότι ο όρος «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» είναι ιστορικώς αδόκιμος, το κύριο βάρος της επιχειρηματολογίας τους επικεντρώνεται υπόρρητα στη θεμελίωση των ακόλουθων θέσεών τους:

Περισσότερα…

Ἡ κοραϊκὴ «Μετακένωσις» – σύμφωνα μὲ τὴ διδακτορικὴ διατριβὴ τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδεροῦ στὸ Mainz τὸ 1962.

Σχολιάστε


Από Αντίβαρο

του Σωτήρη Μητραλέξη

Αλέξανδρος Κ. Παπαδερός

Πρόκειται εἰσαγωγὴ στὴν ἔννοια τῆς «μετακένωσης» μὲ νήφωνα σχολιασμὸ τῆς γερμανόφωνης διδακτορικῆς μελέτης τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδεροῦ γιὰ αὐτήν, τὴν περίφημη θεωρία τοῦ Ἀδαμάντιου Κοραῆ γιὰ τὸν μοναδικό, κατ’ αὐτόν, τρόπο φωτισμοῦ καὶ διαφωτισμοῦ τῶν Ἑλλήνων.

Μά, ποιός εἶναι ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδερός;[1] Πρόκειται γιὰ τὸν μετέπειτα ἱδρυτὴ τῆς Ὀρθόδοξης Ἀκαδημίας Κρήτης στὸ Κολυμπάρι Χανίων. Τὸ 1962 τοῦ ἀπενεμήθη ὁ τίτλος τοῦ διδάκτορος ἀπὸ τὸ πανεπιστήμιο τοῦ Mainz γιὰ τὴν διατριβή του, Metakenosis: Griechenlands kulturelle Herausforderung durch die Aufklärunginder Sichtdes Koraisunddes Oikonomos[2] (Μετακένωσις: Ἡ πολιτισμικὴ πρόκληση τῆς Ἑλλάδας κατὰ τὸν Διαφωτισμὸ σύμφωνα μὲ τὸν Κοραῆ καὶ τὸν Οἰκονόμο). Ἡ διατριβὴ δὲν ἔχει κυκλοφορήσει στὰ ἑλληνικά.[3]

Καλά, ἀνάλυση γιὰ τὴν Μετακένωση στὰ ἑλληνικὰ δὲν ὑπάρχει; Δηλαδὴ πρέπει νὰ ἀνατρέξουμε στὰ γερμανόφωνα διδακτορικὰ τῶν γερμανικῶν πανεπιστημίων, ἀκόμα καὶ τὰ ἐκπονηθέντα ἀπὸ Ἕλληνες, γιὰ ζητήματα ἀμιγῶς σχετιζόμενα μὲ τὸν νεώτερο Ἑλληνισμό;

Βεβαίως καὶ δὲν ὑπάρχει. Ἂν ἀναζητήσετε βιβλίο μὲ τὴ λέξη «Μετακένωσις» ἢ «Μετακένωση» στὸν κατάλογο βιβλίων τοῦ Ἐθνικοῦ Κέντρου Βιβλίου (προσεχῶς… «Κέντρο Βιβλίου») ἢ στὴν βιβλιοθήκη τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, δὲν θὰ βρεῖτε παρὰ ἕνα σχετικὸ ἄρθρο σὲ ἐπιστημονικὸ περιοδικὸ (κι ἕνα ἄσχετο). Κανένα σύγγραμμα, κανένα βιβλίο.[4]

Τὸ ἄρθρο, λοιπόν, δὲν φιλοδοξεῖ νὰ ἀποτελέσει περίληψη τῆς διδακτορικῆς διατριβῆς τοῦ Παπαδεροῦ ἀλλὰ μᾶλλον σχολιασμό της μετ’ εἰσαγωγῆς καὶ παραπεμπτικῆς τριβῆς. Γι’ αὐτὸ παρατίθενται κατ’ ἀρχὰς καὶ κάποια σπαράγματα τοῦ ἴδιου τοῦ ἐμπνευστῆ τῆς θεωρίας ποὺ σημάδεψε τὴν προσπάθεια τῶν Ἑλλήνων νὰ συστήσουν κράτος, τοῦ Ἀδαμάντιου Κοραῆ, σὲ μιὰ προσπάθεια νὰ δοῦμε ἔστω γιὰ λίγο τὴν θεωρία αὐτὴ χωρὶς τὸ πρῖσμα τοῦ Παπαδεροῦ, ἀλλὰ μὲ ἐπίγνωση τοῦ τί ἐπέφερε ἡ ἐμμονὴ σ’ αὐτὴν στὸν σχεδιασμὸ τοῦ σύγχρονου ἑλλαδικοῦ κράτους.

Περισσότερα…

Οι Παραδόσεις του γένους και η δύναμη της Βυζαντινής Μουσικής

Σχολιάστε


Από Εθνική παιδεία

Στρατής Μυριβήλης

Δεν υπάρχει αμφιβολία, πως ο αιώνας που περνάμε είναι ένας αιώνας ακατανοησίας. Αν ήμουνα ιστορικός, θα τον ονόμαζα «Αιώνα του Βαβέλ». Oι άνθρωποι έχουν μπερδέψει το νόημα των λέξεων, που επί πολλούς αιώνες εξέφραζαν μιαν ορισμένη έννοια και δεν γίνεται πια να συνεννοηθούν. Όλοι κουβαλάμε πέτρες για τον νέο πύργο της Βαβέλ, που είναι ο μηχανικός πολιτισμός μας. Μεγαλοφυής και θρασύς πολιτισμός, που χτίζει τον πύργο του ενάντια στο Θεό. Τον πύργο τον πελώριο και τρομερό, που είναι έτοιμος να σωριαστεί πάνω στα υπεροπτικά κεφάλια των κτητόρων του, και όλοι ακούμε από τώρα να τρίζουν τα ατσαλένια θεμέλια του. Ζούμε σε μιαν εποχή φουρτουνιασμένη από γεγονότα, ιδέες και πράξεις αντιφατικές, που συνταράζουν την ανθρώπινη ψυχή και την γιομίζουν πότε με φρίκη και πότε με αυτοθαυμασμό. Η ζωή και ή ευτυχία των ανθρώπων είναι πια έρμαιο και παιχνίδι στα χέρια των φοβερών δυνάμεων, που ο ανθρώπινος νους αποσπά μια προς μια από το απέραντο μυστήριο της Δημιουργίας του Θεού, και στο τέλος τις εξαπολύει ενάντια στην ίδια του την ύπαρξη.

Μέσα σ’ αυτή τη θύελλα του πνεύματος, του ατσαλιού και του αίματος, κάθε άτομο, όπως και κάθε έθνος, αγωνίζεται με όλα τα μέσα που διαθέτει να κρατηθεί όρθιο, να μη σαρωθεί από τον ανεμοστρόβιλο, να μην πέσει. Γιατί αλίμονο αν πέσει. Ξέρει τώρα πως από πάνω του θα περάσει ολόκληρη η αγέλη των έξαλλων ανθρώπων και των απάνθρωπων μηχανών, και θα τον λιώσει. Θα τον εξευτελίσει πρώτα ως το τελευταίο όριο της αντοχής του, και στο τέλος θα τον εξαφανίσει.

Όμως ένας άνθρωπος, ένας λαός, ένα έθνος, δεν εξαφανίζεται μονάχα με τη φωτιά και με το σίδερο. Δεν εξαφανίζεται μονάχα με το χάσιμο της ζωής του. Εξαφανίζεται πιο σίγουρα, πιο τελειωτικά με το χάσιμο της ψυχής του· της ψυχής του της ατομικής, της ψυχής του της ομαδικής. Χάνω την ψυχή μου θα πει: χάνω την ουσιαστική μου ύπαρξη. Χάνω την αίσθηση της ατομικής μου τέλειας ψυχοπνευματικής σύνθεσης, που αποτελεί ένα μόριο από την μεγάλη, την πλατειά κοινωνική και εθνική σύνθεση, από την οποία αντλώ και ανανεώνω αδιάκοπα τα φυσιογνωμικά στοιχεία του πνεύματος μου και της ψυχής μου. Kαι αυτή η εθνική φυλετική ιδιομορφία της ψυχής μου είναι ακριβώς εκείνη που με εντάσσει φυσιολογικά μέσα στην πανανθρώπινη κοινωνική σύνθεση. Αλλά για να μη χάσω τον εαυτό μου, πρέπει να γνωρίσω τον εαυτό μου. Το «γνώθι σαυτόν» είναι η πλουταρχική πηγή της γνώσεως. Αυτό λοιπόν πρέπει να είναι η βάση της γενικής παιδαγωγικής προσπάθειας του Έθνους, του οποίου εντολοδόχος είναι το Kράτος και η Εκκλησία. Όργανα γι’ αυτή την συνειδητοποίηση είναι το Υπουργείο Παιδείας, ο Κλήρος, ο Τύπος, ο καλλιτέχνης που εκφράζει την εθνική ψυχή και ολόκληρη η τάξη των διανοουμένων, που είναι υπεύθυνη για την πνευματική συγκρότηση του λαού.

Για να γνωρίσουμε τον Ελληνικόν εαυτό μας, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε τα στοιχεία, από τα οποία αποτελείται η ψυχοπνευματική μας προσωπικότητα. Από που ερχόμαστε. Πώς φτάσαμε να είμαστε εδώ που είμαστε. Ποιες είvαι oι δυνάμεις και οι αδυναμίες μας. Kαι που πηγαίνουμε. Κατά που μας οδηγεί η πολιτιστική ροπή, που κυβερνά τούτο το έθνος, αμετάκλητα, δίχως παρέκκλιση, επί τρεις χιλιάδες χρόνια.

Περισσότερα…

Η φανερή και κρυφή γοητεία του… νεοθωμανισμού

Σχολιάστε


Από Άρδην – Ρήξη

Της Σύνταξης του Άρδην τ. 73

Τα τελευταία χρόνια πολλαπλασιάζονται οι απόψεις που προκρίνουν μια ριζική αναθεώρηση της ελληνικής στάσης απέναντι στην Τουρκία και τον νεο-οθωμανισμό. Μοιάζει ως εάν μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας και κατ’ εξοχήν των ελίτ –και στα δύο ελληνικά κράτη, στην Ελλάδα και την Κύπρο– να έχουν αποδεχτεί την τουρκική υπεροχή –πληθυσμιακή, οικονομική, στρατιωτική και γεωπολιτική– και να επιλέγουν τη λογική της προσαρμογής, της μικρότερης αντίστασης και εν τέλει της υποταγής. Αυτή η αποδοχή στο πολιτικό και γεωπολιτικό πεδίο προϋποθέτει μια βαθύτατη ιδεολογική, ιστορική, ακόμα και θρησκευτική αναθεώρηση.

Έχουμε περιγράψει, συχνά τα τελευταία χρόνια, αυτή τη σταδιακή διολίσθηση των πολιτικών και διανοούμενων ελίτ του εκσυγχρονισμού, από μία στάση ενδοτικής υποχώρησης, σε μια θέση αποδοχής και ένταξης στη νεο-οθωμανική στρατηγική:

Στο πολιτικό πεδίο, εκφράζεται με την «ελληνοτουρκική φιλία» και την «προσέγγιση των δύο κοινοτήτων», σε Ελλάδα και Κύπρο, καθώς και την αποδοχή της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε., άσχετα και παρά τα κατοχικά στρατεύματα στην Κύπρο, τις απειλές εναντίον της Θράκης και την αμφισβήτηση του καθεστώτος του Αιγαίου.

Στο οικονομικό πεδίο, ενισχύεται η διασύνδεση της ελληνικής οικονομίας με την τουρκική και διαμορφώνονται ισχυρές ομάδες συμφερόντων σε Ελλάδα και Κύπρο, που επιλέγουν τη στρατηγική της νεο-οθωμανικής προσαρμογής. [Βλέπε Εθνική Τράπεζα, αγωγοί αερίου, ελεύθερη διακίνηση Τουρκοκυπρίων  κ.λπ.]

Στο γενικότερο ιδεολογικό πεδίο, απαξιώνεται το έθνος, η εθνική ταυτότητα, τα εθνικά σύμβολα, ενώ υποβαθμίζεται η δυνατότητα αποτροπής, με την απαξίωση της στρατιωτικής θητείας και των ενόπλων δυνάμεων. Ενισχύονται τα μεταμοντέρνα ιδεολογήματα του ξέφρενου ατομικισμού και της ηδονοθηρίας («ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε…» ), η λογική των ατομικών δικαιωμάτων και η απόρριψη των συλλογικών ταυτοτήτων – εκτός και αν πρόκειται για τις κάθε είδους «μειονότητες».

Σε ό,τι αφορά στην Τουρκία και την εκεί πολιτική κατάσταση, η δικαιολόγηση της υποταγής περνάει μέσα από την αποδοχή των ιδεολογημάτων του «διπόλου», τα οποία επί χρόνια κυριαρχούν στους ελληνικούς ακαδημαϊκούς, δημοσιογραφικούς και πολιτικούς κύκλους. Αυτή η λογική, στο παρελθόν, εκθείαζε την «πολιτική» πτέρυγα, απέναντι στο κακό «βαθύ κράτος» και τους «στρατηγούς», ενώ σήμερα επιδοκιμάζει τους «ήπιους» ισλαμιστές έναντι των κακών κεμαλιστών. Αποκρύπτεται, έτσι, το γεγονός πως οι ισλαμιστές στην ηγεσία της Τουρκίας, σε μια εποχή επανισλαμοποίησης των μουσουλμανικών κοινωνιών, είναι πολύ πιο επικίνδυνοι, για την Ελλάδα, από τους κεμαλιστές, ιδιαίτερα μεσο-μακροπρόθεσμα, διότι μπορούν να επεκτείνουν την τουρκική επιρροή και στις λοιπές μουσουλμανικές χώρες της περιοχής, ενώ ταυτόχρονα αμβλύνουν τις εσωτερικές αντιθέσεις με τον κουρδικό πληθυσμό. Αποκρύπτεται συναφώς ότι ισλαμιστές και κεμαλιστές έχουν ήδη συγκροτήσει στην Τουρκία ένα ισλαμοκεμαλικό νεο-οθωμανικό ιδεολογικό σύστημα με επεκτατική υφή.

Παράλληλα, αναπτύσσονται πολυάριθμες σχέσεις του ακαδημαϊκού και καλλιτεχνικού κατεστημένου, καθώς και των ΜΜΕ, με την Τουρκία, από τα σίριαλ, τα κινηματογραφικά έργα, τα συνέδρια κ.λπ., που «ομαλοποιούν» την καθημερινότητα και εθίζουν σε αυτήν, λες και έχει σταματήσει η τουρκική επιθετικότητα.

Στο εκκλησιαστικό πεδίο, η ίδια εξέλιξη εκφράζεται με τη σταδιακή μεταφορά του κέντρου βάρους από το ελλαδικό κράτος προς το Φανάρι, το οποίο, εξαιτίας και της πληθυσμιακής συρρίκνωσης του ελληνισμού της Πόλης και του ελέγχου των τουρκικών αρχών πάνω του, εντάσσεται –εκών ή άκων– στη νεο-οθωμανική στρατηγική. Εξ ου και η ανοικτή στήριξη των εκσυγχρονιστών κάθε χρώματος, από τον Σημίτη έως τον Αλαβάνο και από τους Αγγελόπουλους έως τον «οικολόγο» Καρρά, στο Φανάρι, έναντι της Εκκλησίας της Ελλάδας, ιδιαίτερα για τον πάρα πέρα κατατεμαχισμό της ελλαδικής εκκλησίας με τις περιβόητες «Νέες Χώρες».

Περισσότερα…

Ελληνικότητα: συνείδηση ή ταυτότητα;

Σχολιάστε


Από το Βήμα,
δημοσίευση: 06/04/2008 στη στήλη ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

Του Δημήτρη Τζιόβα

Ο Δημήτρης Τζιόβας

Η κατά κόρον αναφορά στην «ελληνικότητα» σε ποικίλα συμφραζόμενα τα τελευταία χρόνια δεν έχει προκαλέσει και την ανάλογη διάθεση για αποσαφήνιση της έννοιας. Θα έλεγα ότι συμβαίνει το αντίθετο καθώς η λέξη ξεφυτρώνει σχεδόν παντού. Τι εννοούμε όμως τελικά με τον όρο ελληνικότητα; Τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της ελληνικής ζωής και κουλτούρας, την ελληνική ταυτότητα, κάποιο τεκμήριο ιθαγένειας και γνησιότητας, τα στοιχεία τα οποία αξιοποιεί κάποιος λογοτέχνης ή καλλιτέχνης (Ελληνας ή ξένος) για να προσδώσει στο έργο του ελληνικό χρώμα; Στη σελίδα «Πατριδογνωσία» του κυριακάτικου περιοδικού της «Καθημερινής» το ερώτημα αφορά το αν η ελληνικότητα είναι αίσθημα ή συνείδηση όχι όμως ταυτότητα. Είναι όμως ή δεν είναι η ελληνικότητα ταυτότητα;

Μπορεί η λέξη «ελληνικότητα» να εισάγεται στα 1851 από τον Κωνσταντίνο Πωπ, αλλά για να κατανοήσουμε το πώς προκύπτει ως έννοια ή ιδεολόγημα θα πρέπει να δούμε μια άλλη εννοιολογική διάκριση μεταξύ συνείδησης και ταυτότητας. Αρκετοί έλληνες ιστορικοί και διανοούμενοι επιμένουν περισσότερο στην έννοια της (νεο)ελληνικής συνείδησης ενώ ελάχιστοι υιοθετούν την έννοια της ταυτότητας. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Μολονότι κάποιοι θα ισχυριστούν ότι δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ τους έχω την αίσθηση ότι αυτή λανθάνει.

Η συνείδηση νομίζω προϋποθέτει ομοιότητα και ταύτιση, παραπέμποντας σε μια εγγενή και συναισθητική διαδικασία αυτοαναγνώρισης ή προσωπικής ένταξης σε ένα σύνολο. Αντίθετα η ταυτότητα, ως το σύνολο των διαφοροποιητικών χαρακτηριστικών που επιτρέπουν αναγνώριση, βασίζεται στη διαφορά και παραπέμπει σε ετεροαναγνώριση. Η συνείδηση είναι ένας εσωστρεφής, συσπειρωτικός και αμυντικός μηχανισμός αυτοεπιβεβαίωσης ενώ η ταυτότητα μία εξωστρεφής διαφοροποιητική διαδικασία, που συνεπάγεται ετερότητα και πολιτισμικό διάλογο, ως μεθόδους διαπίστευσης προς τον έξω κόσμο. Η συνείδηση νοείται αυτοαναφορικά, κάτι που έχεις ενστερνιστεί, διαιωνίζεις και δεν αμφισβητείς, αντίθετα η ταυτότητα τείνει να είναι ετεροαναφορική, κάτι που προβάλλεις προς τα έξω και μπορείς να αναθεωρήσεις. Αν η συνείδηση λειτουργεί συχνά ως συνώνυμο της εθνικής ψυχής ή του εθνικού χαρακτήρα, τότε η ταυτότητα δεν φαίνεται να διαθέτει αυτές τις οργανικές συνδηλώσεις και ως εκ τούτου θα ήταν καλύτερα να την παρομοιάσουμε με ένδυμα που μπορούμε να αλλάξουμε. Γι’ αυτό ως μέσο αναγνώρισης επικαλούμαστε και επιδεικνύουμε στους άλλους ταυτότητες αλλά όχι συνειδήσεις.

Περισσότερα…

Η Ελληνικότητα βιώνει την συνεχή αφαίρεση για να γίνει “ευρωπαϊκότητα”

Σχολιάστε


Από Το Μεγαλύτερο blog της πόλης

Κατά βάση είμαστε στο ευρώ για λογούς πολιτισμικούς και όχι οικονομικούς.

Δεν είμαστε σούπερ οικονομία και για τη ακρίβεια ποτέ δεν διακριθήκαμε σε αυτό το θέμα καθώς άπτεται μεταξύ άλλων της γεωγραφίας του καπιταλισμού. Θα μπορούσαμε να είμαστε αν ήμασταν στο πυρήνα της Ένωσης και δυτικότερα, απαλλαγμένοι από κίνδυνο εξ ανατολάς που τρώει πολλά δίς ετησίως. Αν ήμασταν αποικιακό κράτος κατά την αναγέννηση αν δεν είχαμε τακτικά μεγάλους σεισμούς. Αν είχαμε λιγότερα βουνά που μέχρι πριν λίγες δεκαετίες ήταν τείχη απομόνωσης.

Όμως δεν είμαστε, όπως και καμιά χώρα στην περιοχή της κεντροανατολικής μεσόγειου -ούτε καν η Ιταλία- ή της νοτιοανατολικής ευρώπης, δεν είναι σούπερ οικονομία. Η βασική οικονομική ενασχόληση στην περιοχή μας ήταν η γεωργία, ενώ η ναυτιλία, το ναυτιλιακό κεφάλαιο, το εμπόριο και η βιομηχανία, δημιουργεί ένα τοπικό καπιταλισμό που όμως δεν ήταν ποτέ αυτάρκης.

Ο Έλληνας όμως έχει ένα έντονο αξιακό και πολιτισμικό πρόβλημα.

Δεν έχει αναγνωρίσει τα στοιχεία ταυτότητας για τα όποια αφού τα προβάλει θα αισθανθεί περήφανος και σε δεύτερο χρόνο να στήσει πάνω σε αυτά επιχειρηματικότητα. Για την ακρίβεια, ο Έλληνας μεσοαστός φοβούμενος τον σωβινισμό στο εσωτερικό και την επίδειξη της ανατολικής ρίζας του στους δυτικούς, θα κρύψει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της ιστορίας και του πολιτισμού του, και θα αναγνωρίζει ως ελληνικό μόνο ότι αναγνωρίζουν οι δυτικοί ως ελληνικό. Ο Έλληνας λοιπόν δεν θα αυτοπροσδιοριστεί ποτέ.

Αμέσως μετά την επανάσταση του 21, θα αναζητήσει να εφαρμόσει πιστά αυτό που οραματιστή καν ως πρότυπο οι Ευρωπαίοι για αυτόν. Περισσότερα…