Από Άρδην – Ρήξη
Της Σύνταξης του Άρδην τ. 73
Τα τελευταία χρόνια πολλαπλασιάζονται οι απόψεις που προκρίνουν μια ριζική αναθεώρηση της ελληνικής στάσης απέναντι στην Τουρκία και τον νεο-οθωμανισμό. Μοιάζει ως εάν μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας και κατ’ εξοχήν των ελίτ –και στα δύο ελληνικά κράτη, στην Ελλάδα και την Κύπρο– να έχουν αποδεχτεί την τουρκική υπεροχή –πληθυσμιακή, οικονομική, στρατιωτική και γεωπολιτική– και να επιλέγουν τη λογική της προσαρμογής, της μικρότερης αντίστασης και εν τέλει της υποταγής. Αυτή η αποδοχή στο πολιτικό και γεωπολιτικό πεδίο προϋποθέτει μια βαθύτατη ιδεολογική, ιστορική, ακόμα και θρησκευτική αναθεώρηση.
Έχουμε περιγράψει, συχνά τα τελευταία χρόνια, αυτή τη σταδιακή διολίσθηση των πολιτικών και διανοούμενων ελίτ του εκσυγχρονισμού, από μία στάση ενδοτικής υποχώρησης, σε μια θέση αποδοχής και ένταξης στη νεο-οθωμανική στρατηγική:
Στο πολιτικό πεδίο, εκφράζεται με την «ελληνοτουρκική φιλία» και την «προσέγγιση των δύο κοινοτήτων», σε Ελλάδα και Κύπρο, καθώς και την αποδοχή της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε., άσχετα και παρά τα κατοχικά στρατεύματα στην Κύπρο, τις απειλές εναντίον της Θράκης και την αμφισβήτηση του καθεστώτος του Αιγαίου.
Στο οικονομικό πεδίο, ενισχύεται η διασύνδεση της ελληνικής οικονομίας με την τουρκική και διαμορφώνονται ισχυρές ομάδες συμφερόντων σε Ελλάδα και Κύπρο, που επιλέγουν τη στρατηγική της νεο-οθωμανικής προσαρμογής. [Βλέπε Εθνική Τράπεζα, αγωγοί αερίου, ελεύθερη διακίνηση Τουρκοκυπρίων κ.λπ.]
Στο γενικότερο ιδεολογικό πεδίο, απαξιώνεται το έθνος, η εθνική ταυτότητα, τα εθνικά σύμβολα, ενώ υποβαθμίζεται η δυνατότητα αποτροπής, με την απαξίωση της στρατιωτικής θητείας και των ενόπλων δυνάμεων. Ενισχύονται τα μεταμοντέρνα ιδεολογήματα του ξέφρενου ατομικισμού και της ηδονοθηρίας («ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε…» ), η λογική των ατομικών δικαιωμάτων και η απόρριψη των συλλογικών ταυτοτήτων – εκτός και αν πρόκειται για τις κάθε είδους «μειονότητες».
Σε ό,τι αφορά στην Τουρκία και την εκεί πολιτική κατάσταση, η δικαιολόγηση της υποταγής περνάει μέσα από την αποδοχή των ιδεολογημάτων του «διπόλου», τα οποία επί χρόνια κυριαρχούν στους ελληνικούς ακαδημαϊκούς, δημοσιογραφικούς και πολιτικούς κύκλους. Αυτή η λογική, στο παρελθόν, εκθείαζε την «πολιτική» πτέρυγα, απέναντι στο κακό «βαθύ κράτος» και τους «στρατηγούς», ενώ σήμερα επιδοκιμάζει τους «ήπιους» ισλαμιστές έναντι των κακών κεμαλιστών. Αποκρύπτεται, έτσι, το γεγονός πως οι ισλαμιστές στην ηγεσία της Τουρκίας, σε μια εποχή επανισλαμοποίησης των μουσουλμανικών κοινωνιών, είναι πολύ πιο επικίνδυνοι, για την Ελλάδα, από τους κεμαλιστές, ιδιαίτερα μεσο-μακροπρόθεσμα, διότι μπορούν να επεκτείνουν την τουρκική επιρροή και στις λοιπές μουσουλμανικές χώρες της περιοχής, ενώ ταυτόχρονα αμβλύνουν τις εσωτερικές αντιθέσεις με τον κουρδικό πληθυσμό. Αποκρύπτεται συναφώς ότι ισλαμιστές και κεμαλιστές έχουν ήδη συγκροτήσει στην Τουρκία ένα ισλαμοκεμαλικό νεο-οθωμανικό ιδεολογικό σύστημα με επεκτατική υφή.
Παράλληλα, αναπτύσσονται πολυάριθμες σχέσεις του ακαδημαϊκού και καλλιτεχνικού κατεστημένου, καθώς και των ΜΜΕ, με την Τουρκία, από τα σίριαλ, τα κινηματογραφικά έργα, τα συνέδρια κ.λπ., που «ομαλοποιούν» την καθημερινότητα και εθίζουν σε αυτήν, λες και έχει σταματήσει η τουρκική επιθετικότητα.
Στο εκκλησιαστικό πεδίο, η ίδια εξέλιξη εκφράζεται με τη σταδιακή μεταφορά του κέντρου βάρους από το ελλαδικό κράτος προς το Φανάρι, το οποίο, εξαιτίας και της πληθυσμιακής συρρίκνωσης του ελληνισμού της Πόλης και του ελέγχου των τουρκικών αρχών πάνω του, εντάσσεται –εκών ή άκων– στη νεο-οθωμανική στρατηγική. Εξ ου και η ανοικτή στήριξη των εκσυγχρονιστών κάθε χρώματος, από τον Σημίτη έως τον Αλαβάνο και από τους Αγγελόπουλους έως τον «οικολόγο» Καρρά, στο Φανάρι, έναντι της Εκκλησίας της Ελλάδας, ιδιαίτερα για τον πάρα πέρα κατατεμαχισμό της ελλαδικής εκκλησίας με τις περιβόητες «Νέες Χώρες».
Περισσότερα…
Πρόσφατα σχόλια